United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Για το χωρισμό μας βρήκα το Ρετόκριτο και τον εδιάβαζα. — Πώς ήθελα να μου τόνε διάβαζες και μένα! Μα δε μας αφήνουν, αλοίμονό μου! Της είπα δύο ή τρεις στίχους του Ερωτόκριτου, που θυμόμουνα, κιαυτή, ενθουσιασμένη που τους άκουε από το στόμα μου, έλεγε: — Χαρώσε πώς τα λες, ζαχαρένιε μου! Τότε κεγώ, αποκότισα και τη φίλησα για πρώτη φορά, αφ' ότου μεγάλωσα.

Δεν ήθελα να ξεστομίσω την υποψία μου γιατί ήξευρα πως θα μ' έπαιρναν όλοι για παλαβό. Το μπάρκο επλησίαζε. Εδιάβαζα μάλιστα και τ' όνομά του στις κουλούρες· το έλεγαν «Σωτήρα». — Α! α! α!... έβαλαν όλοι χαρούμενες φωνές. Από εκείνους ούτ' εκινήθηκε, ούτ' εφώναξε κανείς.

Οι παλαιότεροι, μια φορά σύντροφοι και φίλοι, αξίωναν να μου λέγουν κάποτε με ανάμπαιγμα: — Εσύ Γιάννη την έδεσες για καλά τη μπαρούμα σου. Ουδ' άνεμο ουδέ θάλασσα φοβάσαι πια. Άραξες. Και είχαν τέτοια έκφρασι στα μάτια που εδιάβαζα τον οίκτο τους: Πάει πέθανες, δεν ζης πια στον κόσμο! Κ' έφευγα πάλι στο ακρογιάλι να ειπώ τη θλίψι μου στα κύματα.

Με τα άλση του, με τα ποταμάκια του, με τας λίμνας του, με της βρυσίτσαις του, με τα λιμανάκια του, με της αμμουδιαίς του. Και καταμεσής, μέσα εις μίαν γραφικήν, εύμορφον φάραγγα, το δένδρον του γινώσκειν καλόν και πονηρόν. Ένα ωραίο Μοναστηράκι. Ούτε εφημερίδας εδιάβαζα. Ούτε ψήφον είχα. Ούτε από μεταρρυθμίσεις εννοούσα τίποτε, ούτε από ανακαινίσεις. Ήμουν παιδίον.

Επί εβδομάδας όλας, επί μήνας, εστάθμισα τους διαφόρους τρόπους προς πραγματοποίησιν της δολοφονίας αυτής Απεμάκρυνα πολλά σχέδια, διότι η εκτέλεσίς των ενείχεν έστω και έν ενδεχόμενον ανακαλύψεως. Μίαν ημέραν τέλος, όταν εδιάβαζα γαλλικά απομνημονεύματα, συνήντησα περίπτωσιν ασθενείας οιονεί θανατηφόρου, που επήλθεν εις μίαν κυρίαν Πιλώ, εξ αιτίας ενός τυχαίως δηλητηριώδους κηρίου.

Παράτησε τόρα τα κουπιά ο ψαράς, ο γέρος μου· εφούνταρε το σίδερο στανοιχτά. Αρμάτωσε πρώτα την εδική μου καθετή· τη δόλωσε και μου την έδοσε. Αρμάτωσε και τη δική του τόρα, τη δόλωσε κι αφτή. Στα παγκάρι αφτός γερμένος, πίσωθε καθισμένος εγώ, τις εβουλιάξαμε από την κουπαστή κ' εψαρέβαμε. Εδιάβαζα εγώ και το βιβλίο του φίλου μας.

Πραγματικώς εγώ καλαναρχούσα καλλίτερα από τον Χρόνην, έλεγα τον Απόστολον καλλίτερα, και εδιάβαζα το Ψαλτήρι καλλίτερα από όλα τα παιδιά, και από τον παπα-Γιάννη ακόμα. Αλλά στο «η προαίρεσις δίδου», μου εφαίνετο πώς δεν θα τα κατάφερνα καλά. Είχα μια φυσική ντροπή από μικρός. Κ' εύρισκα προφάσειςτον πατέρα μου για να το αποφύγω. Αλλά δεν ημπόρεσα. Δεν είχεν ακόμα αρχίσει η Ακολουθία.

Επτά δε ημέρας μετά τον θάνατόν της ήμουν ξαπλωμένος εδώ, όπως τώρα, και διά να εύρω κάποιαν παρηγορίαν εις την θλίψίν μου, εδιάβαζα ησύχως το περί αθανασίας της ψυχής βιβλίον του Πλάτωνος.