United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί παραόξω, που μόλις κάνουν πως αρχίζουν τα Τουρκοβούνια, απάνω σ' ένα λόφο ολοστρόγγυλο κι ανοιχτόν απ' όλες τις μεριές, όλο θυμάρι και βοτάνια του βουνού, άσπριζε μιαν εκκλησίτσα εξοχική, με τη μάντρα της και το καμπαναριό της σα μοναστηράκι: λες και τους γλυκοκαρτερούσε να παν, καθώς ανέβαιναν απ' το Πολύγωνο τον άσπρο δρόμο της Σχολής και μέσ'απ’ τα τρόχαλα της ρεματιάς. . . Άφησε ο Περικλής το κουτί με τα στέφανα και τις λαμπάδες μέσα στο χαρτί στη φύλαξη του εκκλησιάρη κ' έτρεξε, να ειδοποιήση τον παππά που καθόταν εκεί κοντά, πίσω απ’ το Εφηβείο και που τούχε μιλήσει με σύσταση απ’ το διάκο.

Δύο τρεις άμαξαι μεθυόντων διέσχιζον την μεγάλην οδόν εν καλπασμώ ίππων και φωναίς αγρίαις, ενώ παρά το Μοναστηράκι ο κόσμος εκόλλησεν εις τον πολύν σχηματισθέντα βόρβορον. — Πολύ κρύα Χριστούγεννα! επανέλαβεν ο φίλος μου εκείνος ο άλλος . — Ημπορούσαν να γίνουν και καλλίτερα! Είπον πάλιν κ' εγώ εκείνος ο άλλος. Εισήλθομεν εις του Ψυρή.

Λοιπόν ο θησαυρός περί ου ο λόγος, χιλιάδες φλωρία, όλο βενέτικα, ήτο θαμμένος σιμά εις την Παναγίαν της Κεχριάς, απ' οπίσω απ' το παλαιόν μοναστηράκι, κατά την μικρήν πόρταν, σύρριζα εις την νοτιανατολικήν, όπου ήτον όλη κατηρειπωμένη τώρα, και το μονύδριον έρημον από πολλού.

Μόνον όταν έφθασεν εις την Κεχρεάν, ηναγκάσθη να ομολογήση, ολίγον αργά, δεν είχε περάσει πλησίον από το μοναστηράκι της Παναγίας. — Γιατί; ηρώτησεν η κόρη της. — Πήγα χαμ' λά, απ' τον Ιληώνα. Βορειότερον ολίγον του μονυδρίου της Παναγίας της Κεχρεάς ευρίσκετο είς ελαιών της. Αυτή, πριν φθάση εις την Παναγίαν, είχε στρέψει κ' επήγε να ιδή τον ελαιώνα, αν και είχε νυχτώσει ήδη.

Έλεγε δε ο Νικολός, ως ευσεβής νέος οπού ήτον, ότι η λειτουργία της Κυριακής την ώραν εκείνην ήτον αγαθή συγκυρία, διότι πάσα καλή εργασία, δέησις, ευχή και τάξιμον κατά την ώραν της λειτουργίας εκτελείται. Τέλος εφθάσαμεν εις το έρημο μοναστηράκι της Κεχριάς. Ο ναΐσκος, παλαιός, με ζωηράς τοιχογραφίας, με τον τρούλλον και τας χιβάδας του εώρταζε την Μετάστασιν, ή τα Εννεάημερα της Παναγίας.

Πάσαν δ' υπόνοιαν ερεθισμού μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, κυκλοφορούσαν εις την Ωραίαν Ελλάδα, το κέντρον των Ελλήνων τότε, υπελάμβανεν ως πόλεμον υπέρ της πατρίδος του πάντοτε, διά την οποίαν, τω εφαίνετο αι Δυνάμεις ηγρύπνουν διαρκώς, σχεδιάζουσαι τον τρόπον του μεγαλείου της. Εις το απλούν αυτού δωμάτιον, παρά το Μοναστηράκι, δύο αντικείμενα επέσυρον την προσοχήν του εισερχομένου.

Έθεσεν εντός καλάθου τα εφόδια του ταξειδίου, είπεν εις την γυναίκα του να ετοιμάση μίαν γουνίτσαν μ' έν κυλιμάκι μαζί, και ητοιμάζετο, αφού κοιμηθή ολίγον και ξεκουρασθή, να εξέλθη και μισθώση αχθοφόρον, ίνα μεταφέρη τα πράγματα εις τον σταθμόν του σιδηροδρόμου, εις Μοναστηράκι. Την εσπέραν εκείνην θ' ανεχώρει το πρώτον ατμόπλοιον διά την πανήγυριν της Τήνου.

Με τα άλση του, με τα ποταμάκια του, με τας λίμνας του, με της βρυσίτσαις του, με τα λιμανάκια του, με της αμμουδιαίς του. Και καταμεσής, μέσα εις μίαν γραφικήν, εύμορφον φάραγγα, το δένδρον του γινώσκειν καλόν και πονηρόν. Ένα ωραίο Μοναστηράκι. Ούτε εφημερίδας εδιάβαζα. Ούτε ψήφον είχα. Ούτε από μεταρρυθμίσεις εννοούσα τίποτε, ούτε από ανακαινίσεις. Ήμουν παιδίον.