United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί παραόξω, που μόλις κάνουν πως αρχίζουν τα Τουρκοβούνια, απάνω σ' ένα λόφο ολοστρόγγυλο κι ανοιχτόν απ' όλες τις μεριές, όλο θυμάρι και βοτάνια του βουνού, άσπριζε μιαν εκκλησίτσα εξοχική, με τη μάντρα της και το καμπαναριό της σα μοναστηράκι: λες και τους γλυκοκαρτερούσε να παν, καθώς ανέβαιναν απ' το Πολύγωνο τον άσπρο δρόμο της Σχολής και μέσ'απ’ τα τρόχαλα της ρεματιάς. . . Άφησε ο Περικλής το κουτί με τα στέφανα και τις λαμπάδες μέσα στο χαρτί στη φύλαξη του εκκλησιάρη κ' έτρεξε, να ειδοποιήση τον παππά που καθόταν εκεί κοντά, πίσω απ’ το Εφηβείο και που τούχε μιλήσει με σύσταση απ’ το διάκο.

Να βρη ποτάμι να πνιγή, να βρη γκρεμό να πέση, Κι’ εκεί που γοργοπήγαινε κι’ όλο μπροστά τραβούσεν, Ο δρόμος τον ετράβησε σ’ έν’ άγριο κορφοβούνι, Πούχε γκρεμούς και βάραθρα και τρόχαλα και σάρες Και τη στιγμήν όπου έσκυψε στην άβυσσο να πέση, Μι’ αναμαλιάρα Γύφτισσα τον άρπαξε από πίσω.... Την είδε κι’ ανατρόμαξε και πάγωσε η καρδιά του Από τον φόβο τον πολύ και την πολλή τρομάρα.... Είταν ψηλή σαν ξέρακας, σκεβρή και κοκκαλιάρα, Στεγνή, κακογεράματη, με μάτια βυθισμένα Μέσα σε κόχες βαθουλές, σα φωλιασμένα φείδια, Φλογέρες τα ποδάρια της, τα χέρια της περόνια, Φτωχοντυμένη, σκυθρωπή, με στόμα αραχνιασμένο.