United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μητέρα! Και αυτοί οι μεθυσμένοι συνεταράχθησαν από φρικίασιν εις την θέαν των μικρών κεφαλών των αθώων εκείνων προσώπων, συσπωμένων εκ του πόνου ή καλυπτομένων υπό του καπνού, όστις ήρχιζεν ήδη να πνίγη τα θύματα. Αι φλόγες εξηκολούθουν να ανέρχωνται και κατεβίβρωσκον έν προς έν τα θύματα.

Φτόνος του κόσμου, απήντησε μ' ετοιμότητα η Φραγκογιαννού. Ένα κορίτσ' είχε πνιγή μέσ' το πηγάδι. — Και δεν ξέρω ποιος εχτρός είπε πως έφταια εγώ . . . Μα έτσι νάχουμε καλή ψυχή, μπορείς να το πιστέψης; Τάχα δεν μπορούσε να πνιγή μοναχό του το κορίτσι; Ήταν ανάγκη να βάλω χέρι εγώ; — Μαθές! . . . έκαμεν η γραία.

Πέτρες και σκορπιούς γεμίζει το δρόμο της για να την τρομάξη, κι αυτή περνάει και στρώνει λουλούδια σε κάθε της πάτημα. Πηγάδια της άνοιξε να πέση μέσα και να πνιγή, μα κι αν πέση, βγαίνει πάλι από τα νερά σαν την Αφροδίτη, και γεμίζει χάρη τον κόσμο.

Ήτο θέσις καλή μόνον διά να πέση τις εις την θάλασσαν να πνιγή, εάν το είχεν αποφασίση. Η γραία έβγαλεν από το καλάθι της τα ολίγα παξιμάδια όσα της είχον μείνη, ελαίας και τυρίον, κ' εδείπνησεν. Ευτυχώς το φλασκί της, ήτο γεμάτο νερόν, επειδή το δειλινόν το είχε γεμίσει από την γούρναν.

Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Γίνεται, σου λέγω· σκάψε της λοιπόν ογλήγορα τον λάκ- κον· ο βασιλικός κριτής εκάθισε να την κρίνη κ' ευρίσκει ότι τούτος ο ενταφιασμός είναι χριστιανικός. Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Πώς γίνεται αυτό; εκτός αν αυτή επήγε να πνιγή διά να υπερασπίση τον εαυτόν της. Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Έλα τώρα, αυτό ηύραν.

Τι είχε το κάτω-κάτω της γραφής; Μια ζαλάδα, μια λιγοψυχιά, απ' τον καιρό που τον είχε χτυπήσει μια αντένα στο κεφάλι. Ούτε το καταλάβαινε ο ίδιος. Οι άλλοι του τώλεγαν, πως έπεφτε κάτω και σπάραζε. Οι γιατροί είπανε τάχα πως ήτανε σεληνιασμός, πως ναυτικός με τέτοια αρρώστεια δε γίνεται, πως μπορούσε να πέση στη θάλασσα να πνιγή, να πέση απ' το κατάρτι να σκοτωθή απάνω στην κουβέρτα.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Τι τα θέλει να τα ξέρη; όλ' οι νέοι πέρα-πέρα κάθε μεγαλήτερό τους θα τον λένε και πατέρα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Κ' επειδή δεν θα γνωρίζουν τους πατέρας τους και πάλι, κάθε γέρο θα τον πνίγουν με ευγένεια μεγάλη, αφού γι' άλλο δεν φροντίζει κάθε γυιόςαυτήν τη χώρα παρά μόνο πως να πνίγη τον πατέρα του και τώρα.

Η Μαρούσα, «αδερφή να την κάμη, απ' το Θεό και στα χέρια της», έπεσε στον τράχηλόν της και την ικέτευε να κάμη έλεος αν ειξεύρη τίποτε ψευτογιατρικά, διά να εξαφανισθή, ει δυνατόν, ο καρπός της αμαρτίας, κι' ο Θεός πλέον ας εγίνετο ίλεως! Διότι άλλως αυτή βέβαιατι την ήθελε τέτοια ζωή; — θα έπεφτε βέβαια, στον γιαλό να πνιγή, καθώς ήτον μάλιστα και σιμά, από κάτω απ' το σπίτι, η θάλασσα.

Τώρα δε αφού τον εκαβαλίκευσε και τον κρατή μεταξύ των σκελών του, επέρασε τον βραχίονα του κάτω από τον λαιμόν του και τον πνίγει τον δυστυχή, αυτός δε τον κτυπά ελαφρά εις τον ώμον τον παρακαλεί, υποθέτω, να τον αφίση, διά να μη πνιγή εντελώς.

Ο Καίσαρ ήθελε να πνιγή πάσαν ανάμνησιν της πυρκαϊάς εις χειμάρρους αίματος· ήθελε να μεθύση δι' ανθρωποθυσιών τον λαόν. Αι φυλακαί είχον παραγεμίσει από χριστιανούς, και καθ' εκάστην τα καθάρματα του όχλου και οι πραιτωριανοί εισήγον νέα θύματα. «Εις τους λέοντας!, εις τους λέοντας τους χριστιανούςεφώναζεν ο λαός εις τας οδούς.