United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η παράδοσις της Ιωάννας ωμοίαζε τας φιλοξένους εκείνας οικίας του Αμβούργου, ένθα ευρίσκονται διά πάσαν γεύσιν κατάλληλα φαγητά, αρώματα διά πάσαν όσφρησιν και γυναίκες όλας ομιλούσαι τας γλώσσας και ευχαριστούσαι τας ορέξεις. Πολλάκις η ημετέρα ηρωίς ήρχιζεν από της θ ε ο δ ι κ ε ί α ς και ετελείονεν εις μαγειρικήν.

Εν τούτοις η Ιωάννα εγερθείσα έσπευδε να κρύψη υπό το ράσον της τα αίτια της έριδος, ενώ οι δύο καλόγηροι εξηκολούθουν γρονθοκοπούμενοι και το αίμα ήρχιζεν ήδη να τρέχη, αλλ' ευτυχώς μόνον εκ της μύτης.

Ήτο τω όντι μακράν της κωμοπόλεως, εις το μέρος όπου ήρχιζεν ο δήμος Καλότυχον, ο ύστερον μετονομασθείς δήμος Βουπρασίων. Απέναντι του Δημήτρη ήσαν τα Μπακογιαννέικα, συνοικισμός βλάχων από αδελφούς κ' εξαδέλφους συγκροτούμενος.

Εφαίνετο οινοβαρής και ηκούετο ο μονόλογος και οι ψιθυρισμοί του: «Τέσσαρες δραχμαίς βάσταξ' η ψυχή του; . . . τέσσαρες, όχι παραπάνω.., έχουμε και λέμε, μία, δύο, τρεις, τέσσαρες, πέντε, έξ, εφτά, οχτώ . . . εφτά, οχτώ, εννιά . . . μία δραχμή . . . Έχουμε και λέμε . . . » Κ' επειδή ευκόλως έχανε τον λογαριασμόν, ήρχιζεν εξ αρχής πάλιν. — Τους βλέπεις ή όχι; επανέλαβεν ο λαλών.

Αλλ' οι Κερκυραίοι, ως εκ του μη καταλλήλου της θέσεώς των, δεν τας έβλεπον και εθαύμαζον διά την υποχώρησιν των Κορινθίων, μέχρις ου τινες ιδόντες είπον ότι ήσαν πλοία προχωρούντα. Τότε και αυτοί ανεχώρουν, διότι ήρχιζεν ήδη να γίνεται σκότος και οι Κορίνθιοι διά της αναχωρήσεως των έδωκαν τέλος εις την μάχην. Ούτω τα δύο μέρη απεχωρίσθησαν και η ναυμαχία ετελείωσε κατά την νύκτα.

Ο μεν Νικίας ταύτα ειπών ωδήγησεν αμέσως τον στρατόν εις την μάχην, οι δε Συρακούσιοι διόλου δεν επερίμεναν ότι θα ήρχιζεν η μάχη τόσον ταχέως, καί τινες μάλιστα εξ αυτών, επειδή η πόλις ήτο πλησίον, απήλθον εις αυτήν· άλλοι, μολονότι σπεύδοντες να έλθουν εις βοήθειαν, έφθανον όμως βραδέως και ετοποθετούντο όπου έκαστος ηδύνατο να ενωθή με το πλήθος.

Και εκείνα μεν τα οποία απέβλεπον εις την κατοικίαν των βασιλέων, ήσαν τοιουτοτρόπως διατεταγμένα· αφ' ού δε ήθελε διαβή κανείς τους λιμένας, οι οποίοι ήσαν τρεις, και υπάγη έξω, έν κυκλικόν τείχος, το οποίον ήρχιζεν από την θάλασσαν και απείχε πενήντα στάδια εις όλα του τα μέρη από την μεγαλυτέραν ζώνην και από τον μεγαλύτερον λιμένα, συνέκλειεν εις το ίδιον σημείον με το στόμα της διώρυχος, το οποίον ήτο προς την θάλασσαν.

Και τότε μετά την κατακύρωσιν, ατάραχος πλέον ο φοβερός δεκατιστής εμπαινόβγαινεν εις το παντοπωλείον του φίλου του, κινών τον φθόνον του δημογραμματέως, όστις με την πένναν εις χείρας πάντοτε, πολύ προσεπάθει ν' ανακαλύψη το μυστικόν του κυρ-Δημάκη: — Πάλι λάδι ο κυρ-Δμάκης! Αλλά τότε ήρχιζεν άλλη εργασία ομοίως επίπονος, ταραχώδης, επιμελής: — Πουθενά αλλού φέτος λάδια! — Θ' ακριβήνη το λάδι!

Έτρεχεν, έτρεχε πάντοτε, και η ταχεία της αεροδρομία ήρχιζεν ήδη να της αφαιρή την πνοήν, ότε ο φέρων αυτήν ζέφυρος εκόπασε βαθμηδόν, και ήρχισε πάλιν ηρέμα καταβαίνουσα προς την γην. Αλλ' όπως έχαιρε πρότερον, αισθανομένη ότι ανέβαινε, τόσον η συναίσθησις της εναερίου καταβάσεως συνέστελλε τώρα την καρδίαν της.

Εγίνοντο ούτοι από ημέρας εις ημέραν απειλητικώτεροι και εκ των απειλών μετέβαινον εις την πράξιν. Η χειρ έπιπτε συχνάκις επί της μαχαίρας, και ήρχιζεν η μάχαιρα να εξέρχηται ευκόλως της θήκης, πολλοί δε αθώοι επληγώθησαν καί τινες εθανατώθησαν εις τας οδούς της Σμύρνης. Αλλά ταύτα ήσαν αι απαρχαί της θυσίας.