United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτρεχεν, έτρεχε πάντοτε, και η ταχεία της αεροδρομία ήρχιζεν ήδη να της αφαιρή την πνοήν, ότε ο φέρων αυτήν ζέφυρος εκόπασε βαθμηδόν, και ήρχισε πάλιν ηρέμα καταβαίνουσα προς την γην. Αλλ' όπως έχαιρε πρότερον, αισθανομένη ότι ανέβαινε, τόσον η συναίσθησις της εναερίου καταβάσεως συνέστελλε τώρα την καρδίαν της.

Χωρίς κανέν σημείον συγχύσεως, ο Χριστός υπηγέρθη επί του αγκώνος, και πρώτον επράυνε την τρικυμίαν της ψυχής των μαθητών. «Ινατί δειλοί εστε, ολιγόψυχοιτους είπεν. Και εν ακαρεί ο άνεμος εκόπασε, και έγεινε γαλήνη. Και καθώς τα άστρα ήρχισαν ν' αντανακλώνται ακόμη επί των γαληνιασάντων κυμάτων, όχι μόνον οι μαθηταί, αλλά και οι ναύται εψιθύριζον προς αλλήλους: «Τις εστιν ούτος

Όταν ο θόρυβος εφάνη ότι εκόπασε τελείως οι συνδαιτυμόνες ανέλαβον αμέσως και ήρχισαν την φλυαρίαν τους με ενδιαφέρον και με ανέκδοτα τόσον πλούσια, όσον και προηγουμένως. Διεκινδύνευσα τότε να ζητήσω την εξήγησιν του θορύβου αυτού. — Δεν είναι τίποτε. Όλως διόλου ασήμαντον πράγμα, είπεν ο κ. Μαγιάρ. Είμεθα συνειθισμένοι εις αυτόν και δεν δίδομεν σχεδόν καμμίαν προσοχήν.

Την επαύριον ο άνεμος εκόπασε, το ψύχος ηλαττώθη πολύ κ' επωφελούμενοι την ανακωχήν του χειμώνος απεφάσισαν ν' απέλθωσιν. Ο μπάρμπα-Στεφανής και ο υιός του μετά δύο άλλων βοηθών επανήλθον εις την μικράν αμμουδιάν υπό τα Μποστάνια, καθείλκυσαν την λέμβον, επέβησαν αυτής, και κάμψαντες το Κάστρον, την έφεραν από &Σοφράν& εις το βορειανατολικόν μέρος.

Και ο άνεμος εκόπασε, και έφθασαν εις την όχθην. Και όλοι κατελήφθησαν υπό βαθυτέρας εκπλήξεως, καί τινες τούτων έκραξαν, «Αληθώς, Συ ει ο Υιός του Θεού». Ας σταθώμεν προς στιγμήν επί της θαυμασίας διηγήσεως, ίσως εξ όλων των άλλων της δυσκολωτέρας διά την ασθενή πίστιν μας και την κατάληψίν μας. Τοιαύτα σοφίσματα είνε μάταια και περιττά.

Αι διακεκομμέναι φράσεις, τας οποίας εψιθύριζον εις την Ισπανικήν διάλεκτόν των, δεν μ' εφώτισαν ούτε με καθησύχασαν• δεν εγνώριζον και αυτοί τι συνέβη και διατί έφευγον. Αφού ο θόρυβος εκόπασε και επανήλθεν έξω η ησυχία, ηνοίξαμεν μετά προσοχής την θύραν.

Εκόπασε πλέον ο σάλος· τα κύματα καταπονηθέντα καθ' όλην την νύκτα επραΰνθησαν. Η θάλασσα γαληνιάζει πάλιν. Δευτέραν φοράν διερχόμεθα εγγύς της πολυσχιδούς Λήμνου, ηρέμα, από της αντιθέτου πλευράς. Επί τινος χρησίζοντος λοφίσκου υπολευκάζει παρεκκλήσιον. Όλοι οι ναύται, προς αυτό ατενίζοντες ευλαβώς, κάμνουν τον σταυρόν των. — Άη-Νικόλα!