United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Περί των αισθητηρίων λοιπόν οργάνων και περί των αισθητών αντικειμένων, κατά ποίον τρόπον υπάρχουσι πάντα ταύτα και γενικώς και μερικώς έκαστον πραγματεύθημεν. Εκ των λοιπών πρέπει πρώτον να εξετάσωμεν περί μνήμης και αναμνήσεως. * Η αισθανομένη ψυχή, ή η αίσθησις, όταν ισχυρώς συγκινήται υπό τινος πράγματος, δεν αισθάνεται άλλο, όπερ συγκινεί αυτήν ολιγώτερον ζωηρώς.

Τόρα όμως η διά μέσου ποίου οργάνου ενεργούσα δύναμις θα φανερώση εις σε το κοινόν εις όλα αυτά, διά μέσου της οποίας εκφράζεις το ότι υπάρχουν ή δεν υπάρχουν, και όλα τα άλλα, όσα προ ολίγου ερωτούσαμεν δι' όλα αυτά; εις όλα αυτά ποία όργανα θα παραδεχθής διά μέσου των οποίων αισθάνεται έκαστον από αυτά η εντός ημών αισθανομένη δύναμις; Θεαίτητος.

Εκτύπησεν επί του πατώματος μετά προσοχής τους πόδας της εναλλάξ, όπως καταπέσωσιν αι προσκεκολλημέναι επί των υποδημάτων της χιόνες· ετίναξεν ωσαύτως και την άκραν γύρω-γύρω του φουστανίου και προχωρήσασα προς την εστίαν. — Καλή χρονιά! είπε, χαιρετίζουσα ευφροσύνως, διπλήν αισθανομένη η ταλαίπωρος την χαράν της μεγάλης ημέρας.

Και ητένιζεν αυτήν με βλέμμα φοβισμένον, αισθανομένη καθ' όλον αυτής το σώμα την ανατριχίασιν εκείνην του βλέποντος προ αυτού οστούν φοβερού θηρίου. Ευθύς η φαντασία της επανέφερεν εις αυτήν την ημέραν κατά την οποίαν αναισθητούσα σχεδόν, έπεσεν εις τας αγκάλας του Μήτρου.

— Ο φίλος μου, είπε σιγανή τη φωνή ο Σκούντας, ο φίλος μας ο Τρανταχτής έχει συμφέρον εις μίαν υπόθεσιν. — Τι υπόθεσιν; ηρώτησεν η Βεάτη αισθανομένη άφατον ευδαιμονίαν, διότι εύρε νέαν φορβήν διά την ακόρεστον αυτής περιέργειαν. — Δεν ήλθεν εδώ κάποιος; είπεν ο Σκούντας. — Ποιος κάποιος; — Μία νέα... μία Γυφτοπούλα... — Α! έκαμεν η Βεάτη, μεθ' ηδονικής εκπλήξεως.

Η κυρά-Μιχάλαινα, εξαφνισθείσα ως από ισχυρόν ράπισμα απέμεινε βωβή· και αισθανομένη ότι μάτην θ' ανέμενε πλέον τον άνδρα της, μη θέλουσα δε τοιαύτην ημέραν, μόνη αυτή απ' ευθείας, να διαταράξη την ειρήνην, απήλθε σπεύδουσα εις τον γειτονικόν των ναόν, να προφθάση μη αναστήσουν, αφήσασα εις τον Λυτρωτήν να επιφέρη την λύτρωσίν της από το αναμενόμενον δυστυχές γήρας.

Ταύτα πάντα ηύξανον την κακοπάθειαν και αδημονίαν της πτωχής Ιωάννας, ήτις μόλις ηδύνατο επί του ημιόνου της να κρατηθή, αισθανομένη προς τοις άλλοις από τινων ήδη στιγμών τοιαύτην εις τα σπλάγχνα της ταραχήν, ώστε δις προσέκοψεν, ενώ ανέβαινε τας βαθμίδας του μεγαλοπρεπούς θρόνου, του στηθέντος εν μέσω της πλατείας, ίνα από του ύψους αυτού εκσφενδονισθεί το κατά των ακρίδων ανάθεμα.

Εν μέσω δε της επελθούσης σιωπής, γυνή τις εκ του όχλου, εν ακαθέστω εκρήξει θαυμασμούσυνειθισμένη να σέβηται τους μακροχίτωνας Φαρισαίους, με όλα τα κράσπεδα και τα φυλακτήριά των, αλλ' αισθανομένη εις το βάθος της καρδίας πόσον υψηλά υπεράνω αυτών ίστατο ο Λαλώνύψωσε φωνήν και είπε προς Αυτόν. «Μακάρια η κοιλία η βαστάσασά Σε και μαστοί ους εθήλασας».

Η δυστυχής νέα, έντρομος, αγωνιώσα, φρίττουσα, αισθανομένη εαυτήν έρημον της θείας και της ανθρωπίνης βοηθείας, αφού έτρεξεν επί πολλήν ώραν, όπως ηδυνήθη, και δι' ης οδού έτυχεν, απηύδησε τέλος. Φθάσασα παρά τον αιγιαλόν, δεν είχεν άλλην διέξοδον ή να ριφθή εις την θάλασσαν, αλλ' όμως δεν είχε την τόλμην ταύτην. Ήκουε τα βήματα των καταδιωκόντων αυτήν προσεγγίζοντα.

Έτρεχεν, έτρεχε πάντοτε, και η ταχεία της αεροδρομία ήρχιζεν ήδη να της αφαιρή την πνοήν, ότε ο φέρων αυτήν ζέφυρος εκόπασε βαθμηδόν, και ήρχισε πάλιν ηρέμα καταβαίνουσα προς την γην. Αλλ' όπως έχαιρε πρότερον, αισθανομένη ότι ανέβαινε, τόσον η συναίσθησις της εναερίου καταβάσεως συνέστελλε τώρα την καρδίαν της.