United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηδύνατο δε και να περμένη αφού η Μαργή δεν εφρουρείτο, όπως η Πηγή, από δράκους με τουρλωτά φέσια και τουφέκια. Και θα ηδύνατο να την βλέπη και να της ομιλή. Ησθάνετο δε απόλυτον την ανάγκην να δίδη διέξοδον εις την πλήμμυραν της καρδίας του, έστω και με λόγους.

Λοιπόν και από εκείνον μαρτυρείται αυτό, αλλά προ πάντων και μόνος του αυτός ο λόγος ημπορεί να το δηλώση, εάν τον βασανίσωμεν ολίγον. Ώστε αυτό πρώτον ας εξετάσωμεν, εάν είσαι σύμφωνος. Θεαίτητος. Όσον δι' εμέ κάμε όπως θέλεις, αρκεί να προσέξης το καλλίτερον, εις ποίαν διέξοδον θα μας φέρη ο λόγος, και να προχωρής με προσοχήν και συ ο ίδιος, και εμέ να οδηγής εις αυτόν τον δρόμον. Ξένος.

Δεν είναι το ίδιο, όπως και η ασθένεια; Η φύσις δεν ευρίσκει καμμίαν διέξοδον εκ του λαβυρίνθου των περιπλόκων και αντιθέτων δυνάμεων, και ο άνθρωπος πρέπει ν' αποθάνη. Αλλοίμονον εις εκείνον που θα ηδύνατο να είναι θεατής και να ειπή: η ανόητη! αν επερίμενεν, αν άφινε τον καιρόν να επενεργήση, η απελπισία του θα επραΰνετο, θα ευρίσκετο άλλος κανένας να την παρηγορήση.

Άλλως τε την τελευταίαν στιγμήν είχεν εύρει μίαν διέξοδον εις την αμηχανίαν του. — Δε θέλει με το καλό; εσκέφθη, θα την πάρω με το κακό· θα την κλέψω. Και η ιδέα της απαγωγής εκαρφώθη από της στιγμής εκείνης εις τον εγκέφαλόν του. Το πράγμα άλλως δεν ήτο και δύσκολον. Η Ζερβουδοπούλα δεν ήτο ανδρογυναίκα σαν την Πηγήν να φοβήται την αντίστασίν της.

Εάν τότε εγνώριζα όσα την σήμερον, τα υπολανθάνοντα εντός της ψυχής μου αισθήματα ήθελον ίσως ζητήσει και εύρει διέξοδον, υπερνικώντα τας φυσικάς μου ελλείψεις. Αλλά και η ψυχή μου τότε ήτο μικρά και αγύμναστος όσον το σώμα μου. Διότι ήμην αμαθής, αμαθέστατος, ως υπέδειξα ήδη, αναγνώστά μου.

Δεν είχε δε απομακρυνθή πολύ ότε είδεν ερχόμενον εξ αντιθέτου ένα Τουρκαλβανόν χωροφύλακα. Εστράφη διά να φύγη προς τα οπίσω, αλλ' είδε και άλλον ερχόμενον εκείθεν. Ο τελευταίος του εφώναξε: — Στάσου, ωρέ Πατούχα! Ο Μανώλης εστάθη, διότι έβλεπε ότι δεν είχε διέξοδον, οι δε ζαπτιέδες πλησιάσαντες τον συνέλαβαν από τους βραχίονας. — Είντα θέτε από μένα; ηρώτησεν ο Μανώλης. — Θα το μαθαίνης κάτω.

Η δυστυχής νέα, έντρομος, αγωνιώσα, φρίττουσα, αισθανομένη εαυτήν έρημον της θείας και της ανθρωπίνης βοηθείας, αφού έτρεξεν επί πολλήν ώραν, όπως ηδυνήθη, και δι' ης οδού έτυχεν, απηύδησε τέλος. Φθάσασα παρά τον αιγιαλόν, δεν είχεν άλλην διέξοδον ή να ριφθή εις την θάλασσαν, αλλ' όμως δεν είχε την τόλμην ταύτην. Ήκουε τα βήματα των καταδιωκόντων αυτήν προσεγγίζοντα.

Η Μαργή επανελθούσα αφήκεν ελευθέραν διέξοδον εις την αγανάκτησιν, την λύσσαν και τα δάκρυά της.

Ηγέρθη, εσήκωσε τον κράββατον, εφ' ου έκειτο, και ενώ το πλήθος εν καταπλήξει του ήνοιγε τώρα διέξοδον, απήλθεν οίκαδε δοξάζων τον Θεόν. Και το πλήθος, όταν ήρχισε να διασπείρεται, εξέφερον προς αλλήλους επιφωνήματα εκπλήξεως μετά φόβου μεμιγμένης. — «Παράδοξα είδομεν σήμερον! Ουδέποτε ούτως είδομεν»!

Ούτος κατά την ώραν της εκτελέσεως αναχαιτίζεται υπό σκέψεων παμπληθών, των οποίων η γυνή, καθ' ό ευπαθεστέρα, μένει απηλλαγμένη. Η διάνοια αυτής, μη διασπωμένη ένθα κακείθεν δεν αποπλανάται· βλέπουσα δ' ευκρινώς τα ενώπιον αυτής κείμενα, δύναται εν στιγμή κινδύνου ή κρίσεως, να ίδη διέξοδον ή απαλλαγήν, όπου ο νους του ισχυροτέρου φύλου εκθαμβούται.