United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα ήμην ευτυχής, απήντησε, να την ίδω και μακρόθεν ακόμη, αλλά δεν δύναμαι πλέον να επιστρέψω πλησίον της. — Διατί; ηρώτησε μετ' εκπλήξεως ο Βινίκιος. — Ημείς οι χριστιανοί, μανθάνομεν διά της Ακτής τι γίνεται εις το Παλατίνον. Ολίγας ημέρας μετά την φυγήν μου, ο Καίσαρ είχε καλέσει τον Άουλον και την Πομπωνίαν και τους ηπείλησε νομίζων ότι ούτοι με είχον βοηθήσει να φύγω.

Συγχωρήσατε, παρακαλώ, κύριοι, την αδελφήν μου κ' εμέ δι' αυτήν την απρεπή ένδειξιν της εκπλήξεώς μας. Το αληθές είνε ότι ο Κ. Μαιμάς ομοιάζει τόσον ένα νέον, ο οποίος...τον οποίον προ ετών πολλών δεν είδομεν, ώστε η αδελφή μου .... Σας εντρέπομαι αληθώς, Κύριε Μαιμά.... Σοφία, τι θα λέγουν οι Κύριοι! Καληνύκτισέ τους.

Τινές δε είπον, «Απέθανεν». Αλλ' ο Ιησούς τον έλαβεν από της χειρός, και εν μέσω των επιφωνημάτων της εκπλήξεως του πλήθους, τον απέδωκεν εις τον πατέρα του, ήσυχον και υγιά. Ο Ιησούς είχε δώσει προηγουμένως εις τους μαθητάς Του την δύναμιν να εκβάλλωσι δαιμόνια, και η δύναμις μάλιστα εξησκήθη επ' ονόματι Του υπό τινων οίτινες δεν ήσαν μεταξύ των ανεγνωρισμένων μαθητών Του.

Ηγέρθη, εσήκωσε τον κράββατον, εφ' ου έκειτο, και ενώ το πλήθος εν καταπλήξει του ήνοιγε τώρα διέξοδον, απήλθεν οίκαδε δοξάζων τον Θεόν. Και το πλήθος, όταν ήρχισε να διασπείρεται, εξέφερον προς αλλήλους επιφωνήματα εκπλήξεως μετά φόβου μεμιγμένης. — «Παράδοξα είδομεν σήμερον! Ουδέποτε ούτως είδομεν»!

Αλλ' εκ του βάθους της αιθούσης έφθανεν είς βόμβος εκπλήξεως και θαυμασμού. Την στιγμήν εκείνην, μία νεάνις είχεν εισέλθη. Κάτω από τον ιόχρουν πέπλον ο οποίος έκρυπτε το στήθος και την κεφαλήν της, διεκρίνοντο τα τόξα των οφθαλμών της, τα ψέλλια των ώτων της, και η λευκότης του δέρματός της.

Εις τον βασιλικόν θρόνον επί κλίνης ο άγιος Βασιλεύς κοιμάται ύπνον ήρεμον και γλυκύν, και θα σηκωθή την ημέραν εκείνην . . . Ο Καπετάνιος τότε, χωρίς να σκεφθή πού ευρίσκετο, αναφωνεί έντρομος πάραυτα: — Χριστός βοσκρές! Ο γέρων μουσουλμάνος τότε έμεινεν άφωνος εκ της εκπλήξεως.

Και εις το αναμεταξύ που αυτός εθρηνούσε την υστέρησιν της αγαπητικής του, εκείνοι οι βάρβαροι εθαύμαζαν, και τον εθεωρούσαν με πολλήν επιμέλειαν, τες νοστιμάδες που αυτοί εις αυτόν έβλεπαν, τες ζαρωματιές εις το πρόσωπόν του, την κλουβήν ράχιν του, τα ποδάρια του τα στραβά και πρισμένα, το μελαψόν πρόσωπον και γεμάτον από πρίσματα και κοντολογής όλον εκείνο, που εδούλευσεν εις συχασίαν και δυσαρέσκειαν της Κατηγές έγινεν εις αυτούς το αίτιον της εκπλήξεώς τους· εκείνος ο θαυμασμός τους εκράτησεν αρκετήν ώραν εις μεγάλην σιωπήν· η άκρα τους έκστασις δεν τους αφήκεν ευθύς να φανερώσουν την χαράν τους, μα αιφνιδίως έλυσαν την σιωπήν και άρχισεν να φωνάζουν με αλαλαγμούς και χαρές, και να τον επαινούν και να τον εγκωμιάζουν.

Τι έπαθες; Τι έχεις Σοφία; Δεν απεκρίθη εκείνη. Έμενεν υπό το κράτος του τρόμου. Ο Κ. Μελέτης, ακολουθών την διεύθυνσιν του βλέμματός της εστράφη προς τον Νίκον, τον οποίον τότε πρώτον έβλεπε και εκείνος εις το φως. Η όψις του γέροντος δεν εξέφραοε τον τρόμον ως η της αδελφής του, αλλά μετ' εκπλήξεως προφανούς παρετήρει και ούτος τον Νίκον. Εστράφην τότε κ' εγώ προς τον εξάδελφόν μου.

Ενδυομένη και διατάττουσα μερικά οικιακά τα όποια έπρεπε να εκτελεσθούν κατά την απουσίαν μου, ελησμόνησα να δώσω ψωμί εις τα παιδιά διά να δειπνήσουν, και δεν θέλουν να τους το κόψη κανένας άλλος παρά μόνον εγώ. — Της έκαμα κάποιο μικρό φιλοφρόνημα· ολόκληρος η ψυχή μου ανεπαύετο επί του αναστήματος του τόνου, του τρόπου της και μόλις έλαβα την ευκαιρίαν ν' αναλάβω εκ της εκπλήξεώς μου όταν έτρεξεν εις το δωμάτιον διά να πάρη τα γάντια της και το ριπίδιον.

ΙΧΘΥΣ! είπε μετ' εκπλήξεως ο Πετρώνιος. — Ιδού διατί ο ιχθύς έγεινε το σύμβολον των χριστιανών, απήντησεν υπερηφάνως ο Χίλων. Εσιώπησαν. Εις τον συλλογισμόν του Έλληνος ενυπήρχε τι το αναντίρρητον· οι δύο φίλοι δεν ηδύναντο να κρύψωσι την έκπληξίν των.