United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού ετελείωσε το γεύμα, παρεδόθη εις τας χείρας των κομωτών και των πτυχητριών, και μετά μίαν ώραν, ωραίος ως Θεός, μετεφέρετο εις το Παλατίνον. Οι φίλοι της χθες, αν και εξεπλάγησαν, διότι τον έβλεπον προσκεκλημένον, παρεμέρισαν, και εκείνος επροχώρησεν εν μέσω αυτών υπερηφάνως και αμέριμνος.

Άλλαι φορτωμέναι σάκκους, υπερηφάνως υψηλούςαι φαιδρότεραι και πλέον ανοικτόκαρδαιάλλαι σακκία, πεπιεσμένα προς τα κάτωαι σιωπηλότεραι και μάλλον εργατικαίάλλαι κόφφας ακανθωτάς, καταπονούσας τους ώμουςαι καταβασανισμέναι χήραικαι άλλαι πάλιν μικρούς καλάθους εις την χείρα, πλήρεις λαχάνων και μυκήτωναι φιλόζωοι γραίαικαι συνανεμίγνυντο μετ' αυτών, διακόπτοντα τα βήματά των, παιδία φαιδρά, κορασίδες, βαστάζουσαι κλάδους μύρτων με τα μαύρα και υαλιστερά ως οφθαλμούς όφεως μούρτα, τον μαύρον γυαλιστερόν καρπόν της μύρτου, και κλάδους αγροτικής κομάρου με τα κατακόκκινα κούμαρα, και νεανίσκοι κρατούντες από του ποδός μαύρον κόσσυφον, τινάσσοντα τα ελαφρά πτερά του, να πετάξη εις τον εγγύς δρυμόν.

Έστρεψε το βλέμμα πέριξ, ητένισε τον υιόν της, ο οποίος της εφάνη παραπονούμενος διά την προτίμησιν εκείνην. — Τόρα έχω δυο γιους· είπεν υπερηφάνως. Και περιβαλούσα διά της αριστεράς χειρός τον Ζάχον, έσφιξεν αυτόν και το καρυοφύλλι εις τον κόλπον της, φιλούσα και τα δύο μετά της αυτής ορμής. — Στάσου, Δημήτρη, στάσου!

Αλλά μόλις ήκουσε την κατ' αυτού ύβριν της γρηά Γαλανής εξηγέρθη όλος, ύψωσεν υπερηφάνως την κεφαλήν, συνήλθεν ευθύς εκ της μέθης του και με τρέμοντα εκ της οργής χείλη επανέλαβε: — 'Σ την πομπή μου! ακούςτην πομπή μου! εμένατην πομπή μου, παληόγρηα;

Μανδρόσκυλον. — Είνε μεγάλος; — Είνε τόσος, είπεν ο χωρικός, σημειώσας ύψος τι από του εδάφους διά της χειρός. — Δεν γνωρίζει ο σκύλος σου τα ίχνη; επανέλαβεν ο αρχηγός. — Δεν ξέρω αν τα γνωρίζη. — Δεν έκαμε αυτήν την τέχνην ποτέ; — Είνε μανδρόσκυλος, επανέλαβεν υπερηφάνως ο βοσκός. — Τέλος ειμπορείς, συ ή ο σκύλος σου, να οδηγήσητε αυτό το απόσπασμα; — Ειμπορούμεν, αφέντη.

Ήτο δε φανερόν ότι κ' εκείνος από τους δύο εραστάς τον οποίον είχα ερωτήσει ευρίσκετο εις μίαν ψυχικήν συγκίνησιν όχι μικροτέραν από την ιδικήν μου· εν τούτοις μου απήντησε και μάλιστα αρκετά υπερηφάνως.

ΙΧΘΥΣ! είπε μετ' εκπλήξεως ο Πετρώνιος. — Ιδού διατί ο ιχθύς έγεινε το σύμβολον των χριστιανών, απήντησεν υπερηφάνως ο Χίλων. Εσιώπησαν. Εις τον συλλογισμόν του Έλληνος ενυπήρχε τι το αναντίρρητον· οι δύο φίλοι δεν ηδύναντο να κρύψωσι την έκπληξίν των.

Η τράπεζα του παρετίθετο κατά τον περσικόν τρόπον, και δεν ηδύνατο να κρύπτη την σκέψιν του, αλλά δι' ασημάντων έργων προεφανέρωνεν όσα εμελέτα να πράξη κατόπιν μεγάλα. Δύσκολα ηδύνατο κανείς να τον ίδη και τοσούτον οργίλως και υπερηφάνως εφέρετο προς πάντας ομοίως, ώστε ουδείς ηδύνατο να τον πλησιάση· διά τούτο όχι ολίγον συνετέλεσεν εις το να μεταστώσιν οι σύμμαχοι προς τους Αθηναίους.

Αι μεγάλαι ελληνικαί σημαίαι της υπερηφάνως αερίζοντο, και τα πολύχρωμα σινιάλα τ' αναρίθμητα με τον αέρα έπαιζαν χαρούμενα. Η λιτανεία της καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού εχώρει προς την προκυμαίαν σεμνή, πανηγυρική.

Ο καπετάν- Γιάννης καταχαρούμενος εφουμάριζεν εις την πρύμνην διασκευάζων με μίαν παράταξιν δελφίνων, υπερηφάνως εξελισσομένην προ του Ελλησπόντου, ο δε Γιωργάκης, αφηρημένος πάντοτε, ακκουμβών επάνω εις την κωπαστήν, έβλεπε με λαιμαργίαν ευλαβή ένα ερημοκκλησάκι, το οποίον κατάχρυσον εις το ηλιοβασίλευμα εστόλιζε την κορυφήν εκεί ενός λοφίσκου.