United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά μόλις ήκουσε την κατ' αυτού ύβριν της γρηά Γαλανής εξηγέρθη όλος, ύψωσεν υπερηφάνως την κεφαλήν, συνήλθεν ευθύς εκ της μέθης του και με τρέμοντα εκ της οργής χείλη επανέλαβε: — 'Σ την πομπή μου! ακούςτην πομπή μου! εμένατην πομπή μου, παληόγρηα;

Την αγκάλιασε, την έσφιξε στο στήθος του και εσκέπασε τα τρέμοντα, τα ψιθυρίζοντα χείλη της με μανιώδη φιλήματα. — Βέρθερε, εφώναξε με πνιγμένη φωνή μακραίνοντας εκείνη. Βέρθερε! και με το χέρι της το αδύνατο τραβιώταν από το στήθος του. — Βέρθερε, ξαναφώναξε με τον επιβλητικό τόνο του ποιο ευγενικού αισθήματος.

Πέραν βορειανατολικώς, εις μίαν κλιτύν του όρους, εφαίνοντο φώτα τρέμοντα, δεικνύοντα την θέσιν όπου την ημέραν εφαίνοντο οι λευκοί οικίσκοι υψηλού άνω της θαλάσσης χωρίου.

Αίφνης, της έσφιξε την χείρα και εψιθύρισε με χείλη τρέμοντα: — Σε αγαπώ, Γαλλίνα! . . . Σε αγαπώ . . . — Άφησέ με, Μάρκε, είπεν η Λίγεια. Αλλ' εκείνος, με οφθαλμούς λάμποντας: — Θείον πλάσμα, αγάπα με, αγάπα με! — Ο Καίσαρ σας βλέπει και τους δύο, είπεν η Ακτή. Ο Βινίκιος κατελήφθη από αιφνιδίαν οργήν εναντίον του Νέρωνος και της Ακτής.

Ο αρχιληστής, κρατών εκ της χειρός τον τρέμοντα και ημιλιπόθυμον οικονόμον ανήλθε τον τρίτον όροφον, γνωρίζων όλα τα εν τω μοναστηρίω καλλίτερον από πολλούς των μοναχών, κ' έστη ενώπιον του ηγουμενείου, όπου ην και το ταμείον. Εκρότει πενθίμως η μεγάλη κόρδα εκείνη από τα βαρέα πατήματα του ληστού. Εισήλθον. Ήνοιξε το κιβώτιον ευκόλως ο αρχιληστής.

Αν απέκλεισεν αυτούς από τον δρόμον, προς μεγίστην λύπην των κεχηναίων, οίτινες μόνον προς τον συννεφή ουρανόν δύνανται σήμερον ν' αποτείνωσι το ε υ φ υ έ ς των Κ ό φ' τ ο, ήνοιξεν όμως εις αυτούς τας οικίας, όπου εκόντες άκοντες ανοίγουσι τας θύρας του οι οικοδεσπόται προς τα χιονόπαστα στίφη, άτινα, καίτοι ριγούντα και τρέμοντα, εννοούσι να αναπτύξωσιν υπό το προσωπείον τον πενιχρόν της ευφυίας των σπόρον.

Ενίοτε η δυσχέρεια του να προχωρώσιν ήτο τόση, ώστε οι λαμπαδάριοι ηναγκάζοντο να φωνάζουν: — Τόπον εις τον ευγενή Μάρκον Βινίκιον! Δια μέσου των ημιανοίκτων παραπετασμάτων, η Λίγεια διέκρινε τας ομάδας εκείνας τας σκοτεινάς και ανεσκίρτα άλλοτε εξ ελπίδος και άλλοτε εκ φόβου. «Είναι αυτός· είναι ο Ούρσος με τους χριστιανούς! εψιθύριζον τα τρέμοντα χείλη της. Χριστέ, βοήθησέ μας!

Δεν είχεν ή να του παραχωρήση τα πρωτεία, κ' εκείνος άλλως του τα επήρε, πριν ούτος του τα παραχωρήση. Περί το λυκαυγές, έληξεν η λειτουργία, και ο ουρανός πορφυρίζων εκεί προς ανατολάς έσμιγε με την θάλασσαν κυανήν απλουμένην κάτω, η δε σελήνη ωχρίασε και τα ολίγα άστρα ανά έν έσβυναν τρέμοντα εις τον αιθέρα.

Παρετήρησεν ο ερημίτης· και προσεκάλεσε τον ξένον εις το κελλίον, όπως θερμανθή και φορέση υποδήματα, διότι έβλεπεν αυτόν τρέμοντα από του ψύχους. — Θ' αρθή αύριο καμμιά βάρκα, γέροντα; Ηρώτησεν ο κυρ-Δημάκης εισερχόμενος εις τι μικρόν κελλίον. — Θ' αρθή τέκνον μου, θ' αρθή. Έχε υπομονήν. Ησύχασε τώρα, και κατόπιν έλα εις την εκκλησίαν. Είπεν ο ερημίτης και απήλθε. — Λοιπόν θ' αρθή αύριο βάρκα!

Ήτο ήδη μεσονύκτιον, και το ρεύμα της θαλάσσης, ή το απόγειον της ξηράς, τους είχεν εξωθήσει μικρόν κατά μικρόν, διότι δεν είχον πηδάλιον, βορειότερον, αντικρύ εις τα τρέμοντα φώτα του υψηλού χωρίου, τα οποία εφαίνοντο πλησιέστερον τώρα, και δίπλα εις το μεμονωμένον παρά την βορειανατολικήν ακτήν βραχώδες νησίδιον, το οποίον ήτο η φυλακή ολίγων κονίκλων, ριπτομένων εκεί από τους νησιώτας, και το ανάκτορον όλων των γλάρων και άλλων θαλασσίων ορνέων.