United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του είπε να σηκωθή την νύκτα, ν' ακούση τας «Ώρας», να εξομολογηθή και να ετοιμασθή να μεταλάβη την επαύριον, τα Χριστούγεννα. Αλλ' έλα που είχε δώση τον λόγον του εις τον πάτερ- Γαλακτίωνα, τον οικονόμον της Μονής, να μεταφέρη τροφάς εις το αποκεκλεισμένον υπό των χιόνων Μετόχιον; Την τρικυμίαν, το γνωρίζομεν, πολλάκις, την περιεφρόνησεν, αλλά τον καλόν ναύλον ουδέποτε.

Ότε είδομεν αποκομιζόμενον τον Οικονόμον μάτην ανεζητήσαμεν τον αντάξιον αυτού μεταξύ των επιζώντων ρασοφόρων, και αποχαιρετώντες τον Ασώπιον δεν εβλέπομεν τον δυνάμενον να συγκριθή προς τον διδάσκαλον εκείνον, αν ουχί δι' άλλο, δια την αρχαϊκήν τουλάχιστον εις τα γράμματα αφοσίωσιν και την χαλκέντερον φιλοπονίαν.

Διατί δε τούτο; Διότι εκείνος ο οποίος ζη εκ της περιουσίας του, κατ' ανάγκην δοκιμάζει πολλάς ενοχλήσεις• άλλοτε μεν θυμώνει με τον μάγειρον διότι κακώς παρεσκεύασε το φαγητόν, ή αν δεν φιλονεικήση με τον μάγειρον, θα φάγη κακώς παρασκευασθέντα φαγητά τα οποία δεν θα είνε ευχάριστα• άλλοτε δε θα φιλονεική με τον οικονόμον του διότι δεν οικονομεί καλώς. Ή δεν λέγω σωστά;

Ο αρχιληστής ήρπασε πάραυτα τας κλείδας, έλυσε τον δέσμιον οικονόμον και λέγει αυτώ: — Εμπρός! Κ' εξήλθον. — Αχ! ηκούσθη θλιβερά τότε των δεσμίων φωνή, ως ν' απεσπάτο από της ρίζης η καρδία των.

Ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της έδρας του και εκάλεσε τον οικονόμον. — Φέρε εδώ όλους τους δούλους· ανεξαιρέτως όλους αυτοστιγμεί. — Είναι μνηστή σου; είπεν έκπληκτος ο Πετρώνιος. Πριν συνέλθη εκ της εκπλήξεώς του, το αχανές μέλαθρον εγέμισεν από δούλους.

Αύριον, είπεν ο Βινίκιος εις τον οικονόμον του, θα τους συναθροίσης εις τον κήπον και θα τους προστάξης να χαράξουν εμπρός των ό,τι σημείον θελήσουν. Όσοι χαράξουν ιχθύν, θα απελευθερωθούν υπό της Λιγείας. Αλλ' ο Πετρώνιος, όστις επί μακρόν δεν εξεπλήσσετο διά τίποτε, είχεν ανακτήσει ήδη την ψυχραιμίαν του. — Ιχθύν; . . . είπεν. Α! ενθυμούμαι τι έλεγεν ο Χίλων· είναι σημείον των χριστιανών.

Έλαβε τα χρήματα, περιεχόμενα εν δοχείω εκ λευκοσιδήρου, και εξήλθε κλειδώσας εντός τον γέροντα οικονόμον, οδυρόμενον εν εσχάτη οδύνη και απογνώσει. Ούτε ηθέλησε ν' ανερευνήση άλλο τι ο ληστής· αν και περιείχοντο εν τω κιβωτίω και άλλα αργυρά και χρυσά σκεύη, πολύτιμα βυζαντινά κειμήλια.

Νέος Σωκράτης. Παραδέχομαι καθώς το θέλεις, όλην την επιστήμην να την διαιρέσωμεν εις αυτά τα δύο μέρη. Ξένος. Τόρα όμως, άραγε τον πολιτικόν και τον βασιλέα και τον οικογενειάρχην και ακόμη τον οικονόμον ως έν θα τα θεωρήσωμεν όλα αυτά διά να τα ονομάσωμεν, ή θα ειπούμεν ότι αυταί είναι τόσαι τέχναι, όσα ονόματα ανεφέραμεν; ή μάλλον ακολούθησέ με εις τούτο. Νέος Σωκράτης. Εις ποίον; Ξένος.

Ο αρχιληστής, κρατών εκ της χειρός τον τρέμοντα και ημιλιπόθυμον οικονόμον ανήλθε τον τρίτον όροφον, γνωρίζων όλα τα εν τω μοναστηρίω καλλίτερον από πολλούς των μοναχών, κ' έστη ενώπιον του ηγουμενείου, όπου ην και το ταμείον. Εκρότει πενθίμως η μεγάλη κόρδα εκείνη από τα βαρέα πατήματα του ληστού. Εισήλθον. Ήνοιξε το κιβώτιον ευκόλως ο αρχιληστής.

ΤΥΧ. Μα τον Δία, είμαι σύμφωνος. ΠΑΡ. Εις τον Επίκουρον λοιπόν είνε επόμενον να συμβαίνουν όλαι αυταί αι ενοχλήσεις, ώστε ουδέποτε να επιτύχη τον σκοπόν της φιλοσοφίας του• ο παράσιτος όμως ούτε μάγειρον έχει με τον οποίον να θυμώση, ούτε κτήμα, ούτε οικονόμον, ούτε χρήματα, διά την απώλειαν των οποίων να λυπηθή, αλλά και χωρίς αυτά έχει να τρώγη και να πίνη χωρίς να έχη και καμμίαν ενόχλησιν εξ εκείνων τας οποίας οι άλλοι κατ' ανάγκην έχουν.