United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λέοντες αρπάζοντες τα θύματά των από τα πλευρά ή από την ράχιν έτρεχον με μανιώδη άλματα διά της κονίστρας ως να εζήτουν όπως τα καταβροχθίσουν εις σκοτεινόν μέρος· άλλοι εμάχοντο προς αλλήλους ανορθούμενοι και περισφίγγοντες ο είς τον άλλον, ως παλαισταί, και επλήρουν το αμφιθέατρον με βροντώδεις κραυγάς.

Αυτός όπου εφονεύθη ήτο ένας από τους μισθωτούς μας ανθρώπους, και όταν εκαλλιεργούσαμεν τα κτήματά μας εις την Νάξον, τον είχαμεν εκεί μεταξύ των άλλων δούλων μας και ειργάζετο με το ημερομίσθιον. Μίαν ημέραν λοιπόν, αφού έπιε πολύ και εμέθυσεν, επιάσθη με έναν από τους δούλους μας και επάνω εις την μανιώδη οργήν του τον έσφαξεν.

Την αγκάλιασε, την έσφιξε στο στήθος του και εσκέπασε τα τρέμοντα, τα ψιθυρίζοντα χείλη της με μανιώδη φιλήματα. — Βέρθερε, εφώναξε με πνιγμένη φωνή μακραίνοντας εκείνη. Βέρθερε! και με το χέρι της το αδύνατο τραβιώταν από το στήθος του. — Βέρθερε, ξαναφώναξε με τον επιβλητικό τόνο του ποιο ευγενικού αισθήματος.

Το μέγεθος της θλίψεώς του ηδύνατό τις να το συμπεράνη από τα παράξενα και μανιώδη κινήματά του. Ύβριζε τον αίτιον και τους αξιωματικούς, όσους ενόμιζεν ότι δεν εφρόντισαν όσον έπρεπε διά να προλάβωσιν, ή να εμποδίσωσι το δυστύχημα, αναθεμάτιζε την ώραν και ό, τι άλλο ήρχετο εις τον νουν του εκείνην την στιγμήν.

Η μυθολογία δε της Αρκαδίας είνε πλουσία εις τοιαύτας υποθέσεις, εκ των οποίων αναφέρω την καταδίωξιν και την φυγήν της Δάφνης, την μεταμόρφωσιν της Καλλιστούς εις θηρίον, των Κενταύρων την μανιώδη μέθην, τα γενέθλια του Πανός, τον Έρωτα του Αλφειού και το υποβρύχιον ταξείδι . Εάν περάσωμεν εις την Κρήτην, έχομεν να εύρωμεν κ' εκεί πάρα πολλά θέματα ορχήσεως, όπως η ιστορία της Ευρώπης, της Πασιφάης, των δύο Ταύρων, του Λαβυρίνθου, της Αριάδνης, έπειτα την Φαίδραν, τον Ανδρόγεων, τον Δαίδαλον, τον Ίκαρον, τον Γλαύκον, την μαντικήν του Πολυίδου και τον Τάλλω τον χάλκινον άνθρωπον όστις περιεπόλει εις την Κρήτην.

Δύο τοιούτοι σκελετοί εφαίνοντο σήμερον κείμενοι επί την πλεράν, αντικρύ του ναυπηγείου, με τας σκωληκοβρώτους και μαυρισμένας σανίδας των, με τα σκουριασμένα καρφία των, και τα διέχοντα στραβόξυλα, γυμνά μαδερίων, δι' ων διέρρεεν ελευθέρως η θάλασσα, εφαίνοντο θλιβερώς μειδιώντα, με οδόντας άνευ χειλέων, ως να ώκτειρον βλέποντα εκ του σύνεγγυς την τόσην μανιώδη μέριμναν και μεταλλευτικότητα των ανθρώπων.

Ο Μάχτος απεμακρύνθη όλος αιδήμων. Ησθάνθη πάλιν ευτυχίαν. Η Αϊμά ήτο εκεί και τα όνειρά του ήσαν όνειρα. Δεν ήσαν ταύτα αξιοπιστότερα, αν και φρικώδη, ή όσον είνε συνήθως τα μανιώδη όνειρα της ευτυχίας, άτινα οι εγρηγορότες καθ' εκάστην ονειρεύονται. Ο Μάχτος δεν κατεκλίθη, φοβηθείς μη και πάλιν ονειρευθή τα αυτά. Διότι προυτίμα να ονειρεύηται χωρίς να υπνώττη. Αι οδοιπορίαι.

Και εις τους τρεις συνοπτικούς Ευαγγελιστάς ευρίσκομεν ότι οι εγκαλούντες τον Ιησούν διά την πράξιν ταύτην δεν είνε Φαρισαίοι, αλλ' Ιερείς και Γραμματείς, οίτινες φαίνονται λαβόντες εξ αυτής νέαν μανιώδη ώθησιν όπως ζητώσι τον όλεθρόν Του.

Αι ανωτέρω αποκαλύψεις, αν και ανεφέροντο εις στιχουργικάς αποπείρας καταδικασθείσας τώρα πλέον και παρ' εμού αυτού, επλήγωσαν τρομερά την φιλοτιμίαν μου. Εάν εμάνθανον ότι ενεπαίχθην άλλοτε υπό πονηράς τίνος κυρίας ενώπιον όλου του κόσμου, δεν θα με έμελεν. Αλλ' ενώπιον της Μάσιγγας! Να εμπαιχθώ ενώπιον της Μάσιγγας, αυτό με καθίστα μανιώδη. Και όμως ώφειλον να κάμω τον αδιάφορον.

Όταν αυτά γίνωνται ορμητικώτερα από το ορθόν μέτρον και μας φαίνωνται σκληρότερα κάπως, τα ονομάζομεν περιφρονητικά και μανιώδη, τα δε βραδύτερα και τα μαλακώτερα περισσότερον από το πρέπον τα λέγομεν δειλά και βλακώδη.