United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα πλησιάζων την Ακτήν και σφίγγων τους οδόντας: — Ακτή, εάν αγαπάς την ζωήν σου, εάν δεν θέλης να γίνης παραίτιος δυστυχιών, ειπέ την αλήθειαν· ο Καίσαρ την ήρπασε; Εις την σκιάν της μητρός σου και μα όλους τους θεούς, δεν είναι εις το παλάτιον; — Εις την σκιάν της μητρός μου, Μάρκε, δεν την επήρεν ο Καίσαρ.

Αλλά προς το παρόν δεν ίχυον να πράξωσι τίποτε· ηδύναντο μόνον να λυσσώσιν εν οργή ματαία, να τρίζωσιν οδόντας και να τήκωνται. Οιαδήποτε αν ήτο η αφορμή, άχρι τούδε δεν ετόλμων να ενεργήσωσι. Δύναμις ανωτέρα της ιδικής των τους περιέστελλεν.

Εκεί ταμιεύεται πλέον παν οστούν γυμνωθέν υπό τους οδόντας της οικοσίτου γαλής, και παν άρτου κατάρρυπον θρύμμα, σαρωθέν από πάσης γωνίας του οίκου. Εκεί παν λαχάνου εξώφυλλον και πάσα δαυκίου ουρά. Εκεί των κενών ωών τα κελύφη και τα σπογγίσαντα το τηγάνιον τεμάχια χαρτιού. Εκεί τέλος παν απόβλημα της τραπέζης και όλα των ερμαρίων τα περιττώματα.

Ο Έλλην ύψωσε την κεφαλήν και τρίζων τους οδόντας κακεντρεχώς απήντησε μεγαλοφώνως, ίνα ακούση όλος ο κόσμος: — Φίλε, εάν έχης τι να μου ζητήσης, ελθέ εις την έπαυλίν μου, εις Εσκλίνον, την πρωίαν, διότι μετά το λουτρόν μου δέχομαι τους πελάτας μου.

Όπισθέν του ήτο ο Χίλων κροτών τους οδόντας εκ τρόμου, και επαναλαμβάνων: «Μη κάμης τούτο, αυθέντα, είναι ιέρεια και Εκείνος θα την εκδικήση . . Ο Βινίκιος ηγνόει τις ήτο αυτός ο Εκείνος, πλην ενόει ότι ήθελε πράξη ιεροσυλίαν και ησθάνετο άμετρον τρόμον.

Ο γέρος εφαίνετο κατεχόμενος υπό λογισμού τινος και ήτο σκυθρωπός. Ο ξένος τουναντίον ήτο φαιδρός. Ηστειεύθη με την Γύφτισσαν, προς ην έλεγεν αηδώς χαριεντιζόμενος ότι την ερωτεύεται. Η Αϊμά δεν ήτο παρούσα. — Αλήθεια; έλεγεν η γραία. Με αγαπάς με τα σωστά σου; — Καλέ τι λες; Δεν το πιστεύεις; — Και τώρα πώς να κάμωμεν; έλεγεν η γραία προτείνουσα τους δύο οδόντας. — Συ ευρέ τον τρόπον, μάτια μου.

Το σύμφωνον δ , παραδείγματος χάριν, προφέρεται αν εγγίσωμεν με το άκρον της γλώσσης τους άνω οδόντας: δα . ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δα, δα . Ναι. Τι ωραία πράγματα, τι ωραία πράγματα! Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Το φ αν ακουμπήσωμεν τους άνω οδόντας εις το κάτω χείλος: φα . ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Φα, φα . Αλήθεια. Αχ! πατέρα μου, αχ! μητέρα μου! τι κακό που μου κάνατε!

Σιώπα, μη βλαστημάς· λάσκα, λάσκα. Ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας, ανοιγοκλείων τα όμματα, κρατούμενος σφιγκτά από το σχοινίον. Δεν εφαίνετο να εδειλίασε. — Κύτταξέ τονε, πώς κατεβαίνει, είπεν ο Ντάνας· σα νύφη καμαρωμένη. Τέλος ο Στάθης επάτησεν επί της εσοχής του βράχου. Εκάθησε καλώς, συνεμαζεύθη, με τα δύο σκέλη περιβάδην, επί της Ψαρής, ήτις εβέλασεν άμα τον είδεν.

Επί ώμων Άτλαντος και λαιμού ταύρου έφερε κεφαλήν, της οποίας αδύνατον ήτο να μη θαυμάση τις την ανθηράν όψιν, την πυκνήν τρίχα, τας ικανάς να χρησιμεύσωσιν ως ρόπαλον εις τον Σαμψώνα σιαγόνας, τα κατακόκκινα χονδρά χείλη και το μακάριον μειδίαμα, το αποκαλύπτον οδόντας ιπποποτάμου. Το μάσημα και τα φιλήματα του πανοσιωτάτου πρέπει να ηκούοντο εις απόστασιν πεντήκοντα τουλάχιστον βημάτων.

Και την ιδίαν στιγμήν, ως διά να επικυρωθή ο λόγος της, της ήλθε πράγματι λιποθυμία. Έκαμε ωχ! σφίγγουσα τους οδόντας κ' έκυψε κάτω. Οι δύο άνθρωποι της εξουσίας συγκινηθέντες, εκυττάχθησαν, και ο πρώτος είπε·Μα, πού είν' η μάνα της; Ως υπακούουσα εις την πρόσκλησιν ταύτην, έφθασε τρέχουσα η Φραγκογιαννού.