United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ Αϊμά! εστέναξεν ο Μάχτος. — Μην κλαις, μικρέ μου. — Πού να είσαι; — Τι είνε πώπαθες, μικρέ μου; έλεγεν η Γύφτισσα. — Η Αϊμά πού πάγει; επανέλαβε δεκάτην φοράν ο Μάχτος. — Διατί κάμνεις έτσι, μικρό μου; Πες τι έχεις. — Κ' εγώ ήθελα να της πω, έλεγεν ο Μάχτος χωρίς ν' απαντήση εις την Γύφτισσαν. — Και τι ήθελες να της πης; — Ήθελα να της πω να φυλάγεται. — Τι να φυλάγεται;

Ο Πρωτόγυφτος έγεινε πράγματι άφαντος και ουδέν πλέον ηκούσθη περί αυτού. Όσον διά τον Βούγκον, ούτος εργαζόμενος φιλοπόνως εγηροτρόφησε την πτωχήν Γύφτισσαν, μέχρις ότου οι δύο αυτής κρεμαστοί οδόντες έπεσον, και δεν ηδύνατο πλέον να μασσήση. Τότε δε παθούσα εξ ατροφίας μετέβη εις ανεύρεσιν των δύο κοπτήρων της.

Διατί, πατέρα: είπεν η Αϊμά. — Δεν ειξεύρω. — Δεν τους δέχονται μέσα; — Δεν υπήγα ποτέ, είπεν ο γέρων, αλλ' αν επήγαινα θα μ' έδιωχναν. — Είνε λοιπόν εμποδισμένον; — Δεν ειξεύρω. — Και δεν είμεθα ημείς βαπτισμένοι; — Δι' αυτό ερώτα την μητέρα σου. Η Αϊμά έσπευσε να ερωτήση την μητέρα Γύφτισσαν, τρέψασα την ερώτησιν επί το ατομικώτερον. — Μητέρα, είμ' εγώ βαπτισμένη;

Ο γέρος εφαίνετο κατεχόμενος υπό λογισμού τινος και ήτο σκυθρωπός. Ο ξένος τουναντίον ήτο φαιδρός. Ηστειεύθη με την Γύφτισσαν, προς ην έλεγεν αηδώς χαριεντιζόμενος ότι την ερωτεύεται. Η Αϊμά δεν ήτο παρούσα. — Αλήθεια; έλεγεν η γραία. Με αγαπάς με τα σωστά σου; — Καλέ τι λες; Δεν το πιστεύεις; — Και τώρα πώς να κάμωμεν; έλεγεν η γραία προτείνουσα τους δύο οδόντας. — Συ ευρέ τον τρόπον, μάτια μου.

Αντί της Αϊμάς εύρε την Γύφτισσαν, καθημένην επί του ουδού. Είχεν εξηπλωμένα τα σκέλη, και απήλαυε την μακαρίαν άνεσιν, ην τη παρείχεν η αέναος και πυρετώδης φιλοπονία της νέας κόρης.

Καθ' ην στιγμήν είχεν εισέλθει ο Γύφτος εις την καλύβην και προτού να εξέλθωσιν οι δύο νέοι εξ αυτής, ο ξένος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Γύφτισσαν. — Δεν μου λες, μαστόρισσα, εκείνη εκεί... Και έδειξε την Αϊμάν. — Τι; είπεν η Γύφτισσα. — Εκείνη η κόρη, επανέλαβεν ο ξένος. — Ποία είνε; — Ποία είνε; — Ναι. — Είνε η Αϊμά. — Αϊμά; — Ναι. — Είνε το όνομά της; — Βέβαια. — Και τι όνομα είνε αυτό;

Να φυλάγεται απ' εκείνον τον άνθρωπον. — Ποίον άνθρωπον; — Εκείνον τον μουστερήν μας. Ο Μάχτος ανωρθώθη, και ανένηψεν ολίγον. Αυθορμήτως δ' έσπευσε να είπη τας σκέψεις του προς την Γύφτισσαν. — Αυτός ο άνθρωπος, μάννα, δεν έρχεται εδώ διά καλό. — Πώς το ξεύρεις, μικρό μου; — Το ξεύρω, είπεν ο Μάχτος. — Και ποιος σου το είπεν; — Εγώ το λέγω. — Και διατί έρχεται; — Έρχεται διά την Αϊμάν.

Η Αϊμά, χωρίς ν' αναγγείλη εις την Γύφτισσαν, είχε φορτωθή προ δύο ωρών κάνεον πλήρες φορεμάτων και απήλθεν εις τον αιγιαλόν, σκοπούσα να πλύνη αυτά εις το αλμυρόν ύδωρ και ακολούθως να τα &ξεγλυκάνη&. Αλλ' ετιμωρήθη διά την καλωσύνην της.