United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κραυγάζει αίφνης ο Καπετάν-Παρμάκης, έμπλεως οργής, θηριώδης, θαρρών ότι διά της φωνής του εκείνης συνέτριβεν υπό τους οδόντας του την μειλίχιον και ειρηνικήν παρειάν του κυρ-Δημάκη. — Κιμίκρ! Ελθών, είπεν εις το ους του κυρ-Δημάκη ο μογιλάλος αυτού υπηρέτης.

Η σκούνα τραντάζεται εγείρουσα υπερηφάνως την πρώραν της, λέων, ανατινάσσων βασιλικώς την χαίτην του, τίγρις, τρίζουσα τους οδόντας της, ως να λέγη: — Εδώ είμαι! Βρυχάται το πέλαγος, σφυρίζει η σκούνα, τρίζουν τάρμενα. Οι ναύται ανασκουμπόνονται ολοένα. Η μάχη αρχίζει.

Έχει οφθαλμούς χοίρου, οδόντας μεγάλους και χαυλιόδοντας εξέχοντας και αναλόγους με το μήκος του σώματος. Είναι το μόνον ζώον το οποίον δεν έχει γλώσσαν. Η κάτω σιαγών αυτού είναι ακίνητος και προσεγγίζει την άνω, όπερ δεικνύει ότι και κατά τούτο διαφέρει από τα άλλα ζώα. Έχει όνυχας ισχυρούς, και επί της ράχεως δέρμα λεπιδωτόν αδιάρρηκτον.

Αν αύτη συναντήση πρώτη τον βοστρυχώδη Αντώνιον, θα την ερωτήση περί εμού, και θα της δώση το φίλημα εκείνο, το οποίον είναι ως άλλος ουρανός δι' εμέ. Έλα καϋμένε ανθρωποκτόνε. Λύσε παρευθύς με τους οξείς οδόντας σου τον περιπλεγμένον τούτον δεσμόν του βίου. Οργίσου και σπεύσον, κοντέ φαρμακερέ. Είθε να ηδύνασο να ομιλής, και να σε ήκουον να ονομάζης τον μέγαν Καίσαρα αγροίκον όνον!

Αυτά τα δύο έθνη ομού φέρουσι κατά παν τρίτον έτος το αυτό δώρον· δίδουσιν ακόμη και εις τας ημέρας μου δύο φοίνικας χρυσού καθαρού, διακοσίους κορμούς εβένου, πέντε παίδας Αιθίοπας και είκοσι μεγάλους οδόντας ελέφαντος.

Ο πόνος ήτο τόσον δυνατός, ώστε ο Βινίκιος νομίζων ότι εξετέλουν επ' αυτού εκδίκησιν, είπε με σφιγμένους οδόντας: — Φονεύσατέ με . . . Αλλ' εκείνοι δεν εφαίνοντο ότι έδιδον καμμίαν προσοχήν εις τους λόγους του, αλλ' εξηκολούθουν να τον περιποιούνται.

Δάμαρ. — Συ είσαι σκληρός και με ονειδίζεις. Πόσις. — Διότι είσαι πείσμων και απειθής, φιλόνεικος και γλωσσώδης. Δάμαρ. — Εγώ γλωσσώδης; Εγώ είμαι αβρά και λεπτοφυής. Συ είσαι τραχύς και άξεστος. Δάμαρ. — Βαβαί! Με απειλεί ο... με απειλεί την άοπλον και ασθενή. Έχεις τόσας οπλάς και όνυχας και οδόντας και γλώσσαν τομόν και ηκονημένην. Και το βλέμμα σου είνε ιταμόν, και το ήθος σου αύθαδες.

Αλλά τούτο είνε πάλιν σοβαρώτερον από τα διηγούμενα υπό των Θηβαίων περί της καταγωγής των^ κατ' αυτούς οι άνθρωποι εφύτρωσαν από οδόντας όφεως, οίτινες εσπάρθησαν.

Έκτοτε εκυβερνώντο συνταγματικώς, ανεγείρασαι θέατρον εν τη Μονή, εξερχόμεναι αυτής δις της εβδομάδος και νηστεύουσαι, οσάκις επόνουν τους οδόντας.

Τι έπαθες, μαννού; Ηρώτησεν η νεάνις, στηρίξασα την κλονιζομένην γραίαν. Και έως ου δυνηθή ν' αρθρώση την απάντησίν της η γραία, ηκούσθη το τρίτον η βοή ως εξ αποστάσεως: — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα! — Παναγία μου! εψιθύρισε κατακίτρινος η νεάνις. Και έκαμε τον σταυρόν της. — Πάμε, παιδί μου, πάμε, είπεν η γραία, συγκρούουσα τους οδόντας της ως εν πυρετώ.