United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε φωνάζει εις τους κατοίκους των Δελφών• «Διατί να με σκοτώσετε ενώ έρχομαι με σκοπόν ευλαβή; Ποία είναι η αιτία του θανάτου μου;». Από τους πολλούς όμως κανείς δεν απαντά, αλλά τον εκτυπούσαν με τας πέτρας. Προσβαλλόμενος από παντού από αυτούς ως από πυκνήν βροχήν, εκρύπτετο πίσω από τα όπλα του διά να προφυλαχθή, και επρότεινε δεξιά και αριστερά με το χέρι την ασπίδα του. Του κάκου όμως.

Συνήντησεν η γραία είς τινα γωνίαν πυκνήν και αυθάδη αγριάδαν, απειλούσαν να καταστρέψη ικανά κλήματα και ήρχισε να φωνάζη κατά των σκαφέων, οίτινες την εξηπάτησαν. Δεν ηδύνατο να χωνεύση το ελάττωμα τούτο, τον δόλον. — Σ' ακούνε οι λοχεμένοι! Να! τάπνιξε τα κλήματα, ταφάνισε η αγριάδα. Τρεχάτε κορίτσια!

Και ιστάμενος εν θάμβει, την εθεώρουν, την εκαμάρωνα, με πόθου διψαλέα όμματα, λαμποκοπούσαν εις την εσπερινήν φωτοβολίαν, με μίαν κάτασπρην γραμμήν, μεταβλητήν· εκ βρόχου χιονώδους ταινίαν, περιθέουσαν την άκραν του υψηλού της παραπέτου, με το σπιράγιο της πρύμνης κατάλευκον, τετράγωνον βωμόν του θαλασσινού Θεού, με τον Ηρακλέα ξύλινον, επί της υψηλής, της αρρενωπής πρώρας της, πολιόν αργοναύτην, λευκανθέντα εις των κυμάτων την πυκνήν βροχήν.

Ο Αγάλλος εύρε πρόφασιν, και απεμακρύνθη δεκαπέντε βήματα από την συντροφιάν του, έφθασε δε εις πυκνήν λόχμην, δίπλα εις μικρόν ρυάκιον, το οποίον έσκαζεν επί του όχθου, εις τους πόδας του βράχου, κ' εκεί εκάθισεν εν ρεμβασμώ, τάχα διά να εύρη δροσιάν και πρόσκαιρον μοναξίαν. Η γρηά Μανιά, όπου ήξευρε καλώς τα μονοπάτια, επήγεν από άλλον δρομίσκον και τον εντάμωσε.

Αίφνης αι όπισθεν ήρχισαν να κάμουν τόπον, υποχωρούσαι. Εις την πυκνήν συντροφίαν εισήλθεν ονάριον ζωηρόν, φέρον επί καινουργούς σάγματος άνθρωπον έως τεσσαρακοντούτη, με πρόσωπον ιλαρόν αμνάδος και με οξείς οφθαλμούς πτηνού, λάμποντας εις το σεληναίον φως υπό τας μαύρας δασείας οφρύς.

Ώστε και σένα τώρα, Ανάχαρσι, σε κάνω εγώ Αρεοπαγίτην και κατά τον νόμον του δικαστηρίου μου άκουε και διάτασσε σιωπήν, οσάκις νομίσης ότι καταχρώμαι την ανοχήν σου• αλλ' εφ' όσον ομιλώ εντός του θέματος, ας μου επιτραπή και να μακρύνω την ομιλίαν. Άλλως τε τώρα είμεθα εις πυκνήν σκιάν και η παράτασις της συνδιαλέξεως δεν θα είνε κουραστική, όπως όταν ήμεθα εις τον ήλιον, και εργασίαν δεν έχομεν.

Μία ακτίς θερμή, ερχομένη μακράν, από το φλεγόμενον πέλαγος, διέσχιζε την πυκνήν φυλλάδα και τον κισσόν τον περισκέποντα το άσυλον της ταλαιπώρου γραίας, και έκαμνε να στίλβη ως πλήθος μαργαριτών η δρόσος η πρωινή, η βρέχουσα τον πλούσιον σμαράγδινον πέπλον, κ' εφυγάδευεν όλον το ρίγος της υγρασίας, και όλον το κρύος του φόβου του πελιδνού, φέρουσα πρόσκαιρον ελπίδα και θάλπος.

Ούτω δε πάντες οι δυστυχείς αυτοί θνητοί, οι περί πολλά ίσως άλλα ασχοληθέντες και διακριθέντες και εν τη πατρίδι αυτών ευφήμως μνημονευόμενοι, αλλ' αμαρτήσαντες όμως το θανάσιμον αμάρτημα να μη ανησυχήσωσι περί ημών, κατατάσσονται εις των μισελλήνων το τάγμα, και αυξάνουσιν αυτό εις στρατιάν πυκνήν και μεγάλην.

ΕΡΜ. Εκδύσου λοιπόν το κάλλος και τα χείλη μαζύ με τα φιλήματα και την κόμην την πυκνήν και το ερύθημα των παρειών και ολόκληρον το δέρμα. Καλά είσαι τώρα• είσαι ελαφρός και δύνασαι να εισέλθης. Αυτός δε εδώ που φορεί την πορφύραν και το διάδημα και έχει το βλέμμα άγριον ποίος είνε; ΛΑΜΠ. Λάμπιχος, ο τύραννος των Γελώων. ΕΡΜ. Διατί λοιπόν, Λάμπιχε, ήλθες με τόσας αποσκευάς;

Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια. και οι Φαίακες οι ναυτικοί ποσώς δεν τον νοήσαντη μέση τους ως διάβαινε την πόλιν, ότ' η Αθήνη, 40 καλόκομη, δεινή θεά, δεν άφινε, αλλ' ομίχλην του έχυσε ολόγυρα πυκνήν, ότι γι' αυτόν πονούσε. και τους λιμέναις θαύμαζεν αυτός και τα ίσια πλοία, ταις αγοραίς, 'που εκάθιζαν οι ήρωες, και τα τείχη μακρυά, ψηλά, ξυλόφρακτα, 'π' όποιος τα ιδή θαυμάζει. 45 και ότ' έφθασαντου βασιληά τα υπέρλαμπρα παλάτια, η θεά τότε ωμίλησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Ιδού, ξένε πατέρα μου, το σπίτι οπού μου λέγεις• να δείξω• τώρ' αυτού θα ευρής τους θείους βασιλείς μας εις το τραπέζι• μέσα εσύ προχώρα, και η ψυχή σου 50 ας μη δειλιάση• ο θαρρετός άνδρας εις κάθε πράξι κάλλια προκόβει και αν αυτός έλθη από ξένα μέρη. την δέσποινα πρώτα θα ευρήςτα μέγαρα• και Αρήτη την ονομάζουν ταιριαστά• κ' εκείνη έχει προγόνους τους ίδιους, 'που κατάγεται ο Αλκίνοος βασιλέας. 55 και πρώτα τον Ναυσίθοον ο σείστης Ποσειδώνας γέννησε και η Περίβοια, 'π' ασύγκριτητα κάλλη ήταν του Ευρυμέδοντα νεωτάτη θυγατέρα, μεγαλοψύχου βασιληά των προπετών Γιγάντων• αλλ' έχασε τον ασεβή λαόν, κ' εχάθη εκείνος. 60 ο Ποσειδώνας απ' αυτήν έλαβε τον γενναίον Ναυσίθοον, 'που βασιληάς εγίνη των Φαιάκων, κ' έλαβ' υιούς Ρηξήνορα και Αλκίνοον• τον πρώτον εκτύπησ' ο αργυρότοξος Απόλλωνας νυμφίον 'ς τ' άκληρο σπίτι, όπ' άφινε μιαν μόνην θυγατέρα, 65 'π' ο Αλκίνοος νυμφεύθηκε κατόπι, την Αρήτη• και αυτήν ετίμησε ως καμμιά γυναίκα δεν τιμάταιτον κόσμον άλλη απ' όσαις ζουνανδρός την εξουσία• τόσον ολόψυχα τιμούν εκείνην και δοξάζουν τ' αγαπημένα τέκνα της, ο Αλκίνοος και μ' εκείνους 70 όλ' οι λαοί, 'π' ως εις θεάεκείνην αναβλέπουν, κ' εγκάδια την καλολογούν την πόλι ότε διαβαίνει• ότι με νουν λαμπρότατον και αυτ' είναι στολισμένη, και, όπου αγαπά, και των ανδρών ταις διαφοραίς διαλύει. αν ίσως σ' ελεημονηθή και σ' αγαπήση εκείνη, 75 θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσηςτο σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γην την πατρικήν σου».