United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Θεός του ήτο γέρων πελώριος με βαθύν λευκόν πώγωνα και δασείας οφρύς, κατοικών εις τον ευρύν ουρανόν, οπόθεν το ωργισμένον του βλέμμα διέχυνε την φρικαλέαν αστραπήν μεταξύ των νεφών. Δεν ελύπησε τόσον τους γονείς του η εγκατάλειψις των μαθημάτων, όσον τους ανησύχει η λήθη των θρησκευτικών του καθηκόντων.

Μη πάρη ακριβά τα δέκατα! — Μη του τα πάρουν τα δέκατα! Δια τούτο μέχρις ου κατακυρωθώσιν αυτά επ' ονόματί του, ήτο σφόδρα απαισιόδοξος. Είχε καταιβασμένα τα μούτρα ως ο όνος του, όταν ήτο νήστις, και σχεδόν από τας οφρύς του απέσταζαν δάκρυα. — Τίποτα φέτος! — Πέφτει ο καρπός! — Κάηκε ο καρπός!

Και απέκρυψεν υπό τας δασείας οφρύς του το οξύ βλέμμα του, παρουσιάσας ενώπιον του κερδαλεόφρονος παντοπώλου έν πρόσωπον προβατίνας μόνον, πλαδαρόν, στιλπνόν και άκακον. Ο κυρ-Βαρσαμός απέμεινε με την δευτέραν πρέζαν εις χείρας απολιθωθείς. Ο Θεσσαλός φυγάς είχεν αποκτήσει κεφάλαια πλέον. Τα έτη εκείνα εγίνετο τακτικώς η ελαιοφορία, πλουσιωτάτη κατά διετίαν.

Όταν είς τινα οικίαν αποθάνη αίλουρος εκ φυσικού θανάτου, οι κάτοικοι αυτής ξυρίζουσι μόνον τας οφρύς των· αλλ' εάν αποθάνη κύων, ξυρίζουσιν όλον το σώμα και την κεφαλήν. Τους νεκρούς αιλούρους μεταφέρουσιν εις οικήματα ιερά· έπειτα, αφού τους ταριχεύσωσι, τους θάπτουσιν εις την Βούβαστιν. Οι κύνες θάπτονται, έκαστος εις την πόλιν του, εντός θηκών ιερών, και οι ιχνεύμονες ομοίως.

Ο κυρ-Βαρσαμός τον έβλεπε σιωπηλός, ως να ήθελε να τον ζωγραφίση. — Καλά, καλά! φωνάζει ο γέρω-Δημάκης. Μέσατα φρύδια! — Ο κυρ-Βαρσαμός τότε, αντικρύσας το οξύ βλέμμα του θεσσαλού φυγάδος, κεκρυμμένον υπό τας πυκνάς οφρύς, δεν αντέσχε και κατεβίβασε τους οφθαλμούς. — Ε, μη σε μέλει. Μια υπογραφή σου μόνον, και θάχης κέρδη όσα θέλης.

Βλέπων τις αυτόν, κλίνοντα την κεφαλήν προς το στήθος, συνεσταλμένος έχοντα τας οφρύς, μορφάζοντα κατά τας δύο άκρας του στόματος, στενάζοντα υποκώφως, μ' εσταυρωμένας επί του στήθους τας χείρας, με το πρόσωπον μεμελανωμένον και κάθιδρον, ημίγυμνον το στήθος και άχαριν τον ιματισμόν, θα ήρχετο εις πειρασμόν να τω είπη· — Α, άσχημο λείψανο που θα κάμης, φίλε μου!

Ήτο μεγαλόσωμος, νευρώδης και εύκαμπτος. Ο λευκός του μύσταξ και αι ρυτίδες του ηλιοκαούς μετώπου του ήσαν ενδείξεις τραναί της προβεβηκυίας ηλικίας του, αλλά το παράστημα και αι κινήσεις του ήσαν ανδρός νέου έτι και ακμαίου. Οι ζωηροί οφθαλμοί του έλαμπον υπό τας ψαράς οφρύς του.

Τότε εκοκκίνιζεν η σκοτεινή αυτού όψις και εχαμηλούντο αι πυκναί οφρύς και διεστέλλοντο σπασμωδικώς τα χείλη του, και ετινάσσοντο οι σπινθήρες της βαθείας αυτού πίπας εις τον αέρα, ως εκ του βιαίου τρόπου καθ' ον συνηθίζει οσάκις θυμώνει, να την ανασκαλεύη και να ομιλή ενώ καπνίζει. Ιδού τι περίπου έλεγεν εκείνην την νύκτα: — Ιδέτε την ματαιόφρονα, την κούφον νεάνιδα!

Η Μαλάμω δεν συνηκολούθει εις τον ναόν. Έμενεν εκεί, τηρούσα, την αγαλματώδη στάσιν της προ της θύρας και ατενίζουσα μακράν, ως να διέκρινεν ακόμη μέσα εις το σκότος τον υιόν της. Αίφνης όμως συνέσπασε τας οφρύς κ' εν σπουδή εισήλθεν εις τον οικίσκον κ' έκλεισε θορυβωδώς την θύραν όπισθέν της.

Έρριψε βλέμμα προς τον Σούβριον Φλάβιον, προς τον εκατόνταρχον Σκαιβίνον, συγγενή του συγκλητικού, προς τους στρατιώτας, και μη βλέπων πανταχού ειμή συνεσταλμένας οφρύς, συγκεκινημένα τα πρόσωπα και βλέμματα τοξευόμενα εναντίον του, έκαμε το σημείον της χάριτος. Βροντή επευφημιών εξερράγη από άνωθεν έως κάτω του ημικυκλίου.