United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς το καταλαβαίνεις; ηρώτησεν ο Μπαρμπαρέζος ενώ κατεγίνετο να στρήψη τσιγάρον. — Δε θωρείς την κατσιφάρα; είπεν ο Αστρονόμος εκτείνων τον βραχίονά του προς την ομίχλην. — Αι! θωρώ τηνε. — Όλο βλάβος είνε και καλά θα κάμωμε ν' απυριάσωμε τσι φασουλιές.

Λοιπόν ξέρεις τι πρέπει να κάμης διά να γίνης οξυδερκής; Μα τον Δία, του είπα, δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά να μου αφαιρέσης την ομίχλην η οποία μου σπεπάζει τα μάτια• τώρα μου φαίνεται σαν να είνε κολλημμένα τα μάτια μου από τσίμπλες. Εις τούτο, μου είπεν, ούτε της ιδικής μου συνδρομής έχεις ανάγκην διότι την οξυδέρκειαν την έχεις φέρη από την γην. Δεν σ' εννοώ, του είπα.

Διά τούτο έσπευδαν να τα βοσκήσουν και να τα κλείσουν κατά τας θερμάς ώρας εις τις βουκολιές, είδος μεγάλων μανδρών σκιαζομένων υπό πλατάνων. Ο Αστρονόμος εθέριζεν εις έν από τα λιβάδια· διακόψας δε την εργασίαν του και παρατηρών την ομίχλην, εφώναξε προς τον Μπαρμπαρέζον, ευρισκόμενον εις γειτονικόν αγρόν: — Βλάβος θα πέση. Αρρώστεια και για τσ' ανθρώπους και για τα κηπικά.

Σαν όνειρον, σαν χιλιόχρωμον ζωγραφίαν επί κυανού εδάφους εθεώρουν εν θαυμασμώ την μυριάνθρωπον Πόλιν, με την ανατολήν του ηλίου αναθρώσκουσαν από μέσα από την ομίχλην, ως αναδυομένην από των κυμάτων, σύμπλεγμα πολύμορφον κυπαρίσσων και μιναρέδων και θόλων, παλατίων και ναών. — Είδες την Πόλιν, βρε Γιαννάκη;

Φοβερόν πράγμα είνε η άγνοια και πολλών κακών γίνεται πρόξενος εις τους ανθρώπους, διότι ρίπτει επί των πραγμάτων ως μίαν ομίχλην και την αλήθειαν αμαυρόνει και την διαγωγήν εκάστου ανθρώπου επισκοτίζει.

Είνε τρόπον τινά υπεράνω των ομοίων του, επάνω εις ένα ηλιόλουστον ύψωμα ειρήνης και αγνότητος, μη τυφλούμενος από την ομίχλην, ήτις επισκοτίζει τους οφθαλμούς των, ασυγκίνητος από τας ολεθρίας επιδράσεις, αίτινες ταράσσουν τον βίον των. Ουδέν θαυμαστόν αν τοιούτος άνθρωπος επεβλήθη εν τω άμα ως κολοσσαία δύναμις εις τον λαόν του.

Ό,τι μόνον έμενε σαφές εις την ομίχλην του εγκεφάλου του ήτο η ανάγκη να σπεύση. Και έτρεχεν όσον ηδύνατο, με κίνδυνον να προσκόψη και να ξαπλωθή κάτω μετά της απαγομένης. Έφθασεν εις το σπίτι του και η ακινησία της απαγομένης εξηκολούθει. Τότε ο Μανώλης, ενώ κατεγίνετο ν' ανοίξη την θύραν του μαγαζιού του, ηδυνήθη να εύρη μίαν εξήγησιν εις αυτήν την παράδοξον ακινησίαν.

Και σε ζητώ εις μάτην, ω Όνειρε, ίνα περιβάλης καν εκ νέου τον νουν μου με την ιδέαν την απατηλήν, και τον κόσμον με την αόριστον ομίχλην σου και το φως το ψευδές. Άφες να κλίνω τώρα την συντετριμμένην κεφαλήν επί του ερειπωμένου ανακτόρου, εις του οποίου τον θρόνον είχον αναβιβάση αναχωρών ευτυχή βασιλέα, ταφέντα και τούτον υπό τα άμορφα ερείπια.

Κατά σειράν ένα-ένα εξεχωρίζοντο τα κατάφυτα βουνά, και μόνον οι αμπελώνες του κάμπου ήσαν ακόμη σκεπασμένοι από την σκοτεινήν της νυκτός ομίχλην. Σκέπη πυκνή κατεκάλυπτεν εισέτι και τον λιμένα, από την οποίαν εκάθευδον ακίνητα τα εύμορφα κόττερα και λοιπά πλοιάρια της θαλασσινής πολίχνης.

Ν' αφήσω τα ακοπίαστα κέρδη και να εργάζωμαι την γην, τρώγων τον άρτον με τον ιδρώτα του προσώπου μου και με την ευλογίαν του Θεού. Και ήρχετο καθ' ημέραν ο καβαλλάρης μου, πρωί-βράδυ, σωστός γιατρός πλέον· πάντα με το κηράκι του και πάντα σκεπασμένος με ομίχλην, σαν νάθελε να φυλάξη μυστικόν το καλόν οπού έκαμνε.