United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν όνειρον, σαν χιλιόχρωμον ζωγραφίαν επί κυανού εδάφους εθεώρουν εν θαυμασμώ την μυριάνθρωπον Πόλιν, με την ανατολήν του ηλίου αναθρώσκουσαν από μέσα από την ομίχλην, ως αναδυομένην από των κυμάτων, σύμπλεγμα πολύμορφον κυπαρίσσων και μιναρέδων και θόλων, παλατίων και ναών. — Είδες την Πόλιν, βρε Γιαννάκη;

Οι γονείς του τον τάξανε στον Θεό για να δυναμώση και να γίνη γερός κι' αντρειωμένος, μα ο Τρισκατάρατος είχε βάλει την ουρά του πριν βάλη ο Θεός το χέρι του. Σιγάσιγά τα πόδια του Γιαννάκη αρχίσανε να λιγύζουν, το κορμάκι του να ζαρώνη και με τον καιρό ένα καρβέλι του φάνηκε αποπίσω του κι' άλλο ένα από μπρος του.

Ο Γεωργάκης ξεκαρδιζόμενος από τα γέλοια· ο Γιαννάκης ξεφωνίζων, οδυρόμενος, προσπαθών παντοίαις δυνάμεσι να επιπέση κατά του μικρού του αδελφού, ενώ η μήτηρ του τον εμποδίζει, και κραυγάζων: «αφήστε με να τον πνίξω»· ο Κύριος Παρδαλός, ανιστάμενος της τραπέζης πλήρης οργής, συλλαμβάνων από του ωτός τον Γεωργάκην και απάγων αυτόν, κλαίοντα και ανθιστάμενον, εις την καρβουνοθήκην· και η κυρία Παρδαλού τέλος, ήτις δεν ηξεύρει τι να πρωτοκάμη· να περιστείλη τας φονικάς ορέξεις του πρωτοτόκου της, να εμποδίση τον σύζυγόν της από του να φυλακίση τον μικρότερόν της υιόν εις μέρος σκοτεινόν, ως λέγει, και γεμάτον ποντικούς, ή να θρηνήση το ωραίον μεταξωτόν της φόρεμα, όπερ εκηλίδωσαν οι από της παρειάς του Γιαννάκη αναπηδήσαντες ζωμοί.

Και μόνον η βάρδια αγρυπνεί, ο φρουρός, βλέπων πάντοτε εμπρός, εις απόστασιν, και ο τιμονιέρης βλέπων προς τον ουρανόν και προς τ' άρμενα της αγρυπνούσης σκούνας, ήτις προχωρεί αδιακόπως γλυκά συνομιλούσα με το κύμα. — Βλέπεις εκείνο τ' άστρο, το γεμάτο; Εκεί να πηγαίνη το μπαστούνι σου. Και να παίζη ο κόντρας, το πλέον υψηλόν ιστίον. Ακούς, Γιαννάκη μου; Α! παιδί μου!

Αι νέαι δυνάμεις, αι οποίαι έφθασαν κατ' εκείνας τας ημέρας εις το στρατόπεδον υπό την οδηγίαν του Κώστα Δροσίνη, Γιαννάκη Στράτου και άλλων τινών, έδωκαν ελπίδα εις τους αξιωματικούς, ότι ήτον ακόμη δυνατόν να μη διαλυθή το στρατόπεδον.

Η Λ... είνε αρραβωνιασμένη με τον Γιαννάκη τον Δράκο, ο γυιός σου πάει και της κάνει πατινάδα, απέναντ' απ' τα παραθύρια της, και λοιπόν θέλει να χαλάση τον φράχτη.

Τι έγεινεν η μορφή του ΓιαννάκηΓιαννάκης εκαλείτο ο άλλος υιός του Κυρίου Παρδαλούευκόλως μαντεύει ο αναγνώστης· ό,τι όμως δεν μαντεύει, ούτε ημείς δυνάμεθα ευκόλως να περιγράψωμεν, είνε η επισυμβάσα σκηνή.

— Η χειροτέρα δουλειά είνε η τεμπελιά! έλεγεν ο πλοίαρχος προς τον Γιαννάκην, επιθεωρών την καθετήν, έτοιμος προς αλιείαν. Και βλέπων τον έφηβον αποκαμόντα εν τη μονοτόνω πηδαλιουχία του: — Α! Γιαννάκη, και να πάμε εις την Πόλι ταχειά! Πήγες εις την Πόλι, βρε Γιαννάκη; Να πας εις την Πόλι και να ιδής! Να ιδής μιναρέδες και να ιδής κυπαρίσσια! — Ήτο πρωτοτάξειδος ο Γιαννάκης.

Εννοείς, δηλαδήτις, να μας προσβάλης; υπέλαβε τραχέως χονδρός τις και κοντός συμπότης, συνδυάζων διά του παραδόξου αυτού ιματισμού πίλον, αναξυρίδα, περικνημίδας και τσαρούχια. — Δεν έχει προσβολή εδώ, Κυρ Γιαννάκη! απήντησεν ηρέμα ο δεκανεύς. Το μέλι, μάτια μου, κολλάειτα δάκτυλα και χωρίς να θέλης. Γενικός γέλως υπεδέχθη το σοφόν απόφθεγμα του κυρίου μου, και η καταιγίς παρετράπη.

Τρέχει ο πατέρας με το Γιαννάκητα χέρια, φθάνει και η Βασιλική · η Φωτεινή σηκώνεται να τους αγκαλιάση, την πέρνουν εκείνοι μέσα. Έξαφνα όμως ένας δυνατός κρότος ακούεται έξω. — Σεισμός, εφώναξεν η μητέρα και εσταυροκοπήθη. Ο πατέρας έτρεξε με το φώς εις το χέρι, αλλά τι να ίδη. Εστάθη εμπρός εις την θύραν, χωρίς να ημπορή να ομιλήση.