United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διά τούτο καταλείπομεν επί του παρόντος το νεόνυμφον ζεύγος, και μεταβαίνομεν εις την οικίαν τον κυρίου Παρδαλού. Η ώρα είνε έκτη μετά μεσημβρίαν και η οικογένεια Παρδαλού, τουτέστιν ο κύριος, η κυρία και τα δύο αυτών τέκνα, μικρά αγόρια 6-8 ετών ηλικίας, κάθηνται περί την τράπεζαν του γεύματος.

Αι, . . τότε κάπως υποφέρεται, διότι μα την αλήθειαν . . . Κρότος αμάξης σταθείσης προ της θύρας της οικίας διέκοψεν αίφνης την φράσιν της κυρίας Παρδαλού. — Νά! ανεφώνησεν ο μόλις την στιγμήν εκείνην τελειόνων το ξύρισμά του Δημητράκης, το αμάξι ήλθε, κ' εγώ είμαι ακόμη άντυτος. Και σπογγισθείς εν τάχει ήρχισε να ενδύεται. — Έχομεν ακόμη ώραν, παρετήρησεν η κυρία βλέπουσα το ωρολόγιον.

Ούτω λοιπόν την εβδόμην Νοεμβρίου, ημέραν πέμπτην, ωραία επισκεπτήρια, δίκην μετριοφρόνων προσκλητηρίων, διενεμήθησαν εις τους γνωρίμους και φίλους του κυρίου Σουσαμάκη, ων έν έλαβεν και ο Κύριος Παρδαλός, έχον ούτω: «Ο Κύριος και η Κυρία Σουσαμάκη παρακαλούσι τον Κύριον και την Κυρίαν Παρδαλού να λάβωσι την καλωσύνην να πάρωσι το τσάι εις την οικίαν των την Κυριακήν, 10 Νοεμβρίου, εις τας 8 το εσπέρας».

Μεταβαίνει πάλιν εις τον κοιτώνα, ανοιγοκλείει την θύραν, διαμαρτυρομένης της κυρίας Παρδαλού, ότι θα την κρυώση, και επιστρέφει κρατών το ξυράφιόν του και τα λοιπά απαιτούμενα.

Η Κυρία Παρδαλού ωρκίσθη να μην υπάγη πλέον ποτέ εις συναναστροφήν οιανδήποτε. Η σκηνή υπόκειται εν Μαρόκω μετά πεντακόσια έτη. Μέχρι της εποχής εκείνης η Αγγλία θα βαρυνθή βεβαίως να προστατεύη τους μαροκηνούς, και θα τους καταστήση τέλος ελευθέρους συνταγματικούς πολίτας, απαλλάττουσα αυτούς του Σιδί- Μοχαμέτ, ως απήλλαξεν η Γαλλία τους αλγερινούς του Αβδέλ-Καδέρ.

Παρδαλού, αξιούντος να πληρώση μίαν μόνην δραχμήν, και του δυστυχούς Θοδωρή, ευρισκομένου εις δυσχερή και δυσέκβολον θέσιν μεταξύ του ωργισμένου κυρίου του και του αμαξηλάτου, ον αυτός εμίσθωσεν. Η σκηνή διελύθη επί τέλους, αποζημιωθέντος του αμαξηλάτου. Δεν κατωρθώσαμεν όμως να εξακριβώσωμεν τι επλήρωσεν ο Κύριος Παρδαλός.

Ευχαριστώ, κυρία μου, απαντά μετά μεγάλης στενοχωρίας ο πτωχός Ορέστης, προσποιούμενος ότι δεν ήκουσε το τελευταίον μέρος της φράσεως. Εγώ είμαι καλά . . . αλλά η Πασιφάη . . . — Πώς; τι τρέχει; κακοδιάθετος ίσως! . . . Δεν είνε τίποτε . . . με τον χορόν περνά! παρατηρεί μετά πολλής στωμυλίας η κυρία Παρδαλού. Έννοια σας, κ' εγώ την κάμνω και χορεύει πολύ . . .

Ουδείς όμως θέλει να τον μαντεύση· ο Κύριος Παρδαλός και η Κυρία Παρδαλού ίστανται απέναντι του άφωνοι ως ερωτηματικά σημεία, εκείνος δε αισθάνεται έτι η γλώσσα του εκολλήθη εις τον λάρυγγά του. — Πλην οπωςδήποτε, διαλογίζεται, το πράγμα πρέπει να τελειώση. Γίνεται λοιπόν τολμηρότερος, και κλείων τους οφθαλμούς, ως οι δειλοί ασθενείς οι μέλλοντες να καταπίωσι πικρόν ιατρικόν, επαναλαμβάνει·

Και εισέρχεται εις το γραφείον του, γρυλλίζων εκ του θυμού·Διάλεξε και αυτή η ευλογημένη την ημέραν και την ώραν, να μας στείλη το θεωρείον της. — Ποίος ήτον; φωνεί από του κοιτώνος της η κυρία Παρδαλού. — Η κυρία Τραχανά ενθυμήθη να μας στείλη το θεωρείον της. — 'Σ πολλάτη της! Όταν βρέχη μόνον και χιονίζη μας θυμάται! . . μας καθυποχρέωσε! Μετ' ολίγας δε στιγμάς ανακράζει και πάλιν·

Ούτω λοιπόν την εσπέραν της Κυριακής, 10 Νοεμβρίου, διπλαί συγχρόνως γίνονται ετοιμασίαι· ετοιμασίαι υποδοχής εν τω οίκω του Σουσαμάκη, και ετοιμασίαι επισκέψεως εν τω οίκω του Παρδαλού.