United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φίλε μου, είσ' ένας ονειροπόλος. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Μάλιστα, είμ' ένας ονειροπόλος. Γιατί ονειροπόλος είναι εκείνος που μονάχα στο φως του φεγγαριού μπορεί να βρη το δρόμο του κ' η τιμωρία του είναι ότι βλέπει την αυγή πρωτήτερ' απ' όλον τον άλλον κόσμο. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Η τιμωρία του είπες; ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Κ' η ανταμοιβή του. Μα κύττα, έφεξε πια. Παραμέρισε τα παραπετάσματα κι άνοιξε διάπλατα τα παραθύρια.

Αυτό. — Ο πατέρας μου τώρα μου είπε πως «πήγα από κάτ' απ' τα παραθύρια καποιανής», και δεν ξέρω πώς, μου ήρθε στο νου αυτό το παραθυράκι, που μου είπες την πρώτη βραδειά που ενταμωθήκαμε. Μπορεί, λες, να το πηδήση ένας άνδρας; — Μπορεί. Ο Αγάλλος έδωκεν έν νόμισμα εις την γραίαν. Εκείνη επήγε ν' αγοράση τρόφιμα από το πλησιέστερον καπηλείον.

Κάτωτον Μαραθόκαμπο, που ολονυχτής θερίζουν, Κάποιος λεβέντης θεριστής ψηλό τραγούδι λέγει Κι' ως το ξημέρωμα ξυπνόν βαστάει όλον τον κάμπο· Βαστάει κ' εμένα ξύπνηγη την ποθοπλανταγμένην Δέκα βραδιές ολόβολεςτα παραθύρια απάνου, Κι' απ' τον ήχο του τραγουδιού κι' απ' την γλυκειά φωνή του Τα νυσταγμένα μάτια μου τον ύπνο δεν τον θέλουν.

Τα καλτερίμια των ανηφορικών δρόμων του χωριού, η πέτρινες ρούγες, τα μαρμαρένια πεζούλια, η αφρόπλακες και τ' ασπρολίθια των σπιτιών γιάλιζαν, λαμπύριζαν στο σεληνόφωτο. Άνοιγαν ανάρια κι αραδαριά τα παραθύρια τα καγγελωτά, σα βάρυπνα μάτια μεγάλα, κ' έφεγγαν μέσα τα σπίτια. Ύστερ' άνοιγαν πόρτες και παραπόρτια κ' εχύνονταν στους δρόμους πλήθος άντρες και γυναικόπαιδα κ' έπερναν τον ανήφορο.

Τσουπ! και ξεπροβάλλουν απ' τις πόρτες κι' απ' τα παραθύρια. «Ο φοβιτσιάρης, ο φοβιτσιάρηςΕγώ είμαι φοβιτσιάρης, Μιχαληό; Δεν με ξέρεις του λόγου σου; Στο μπρίκι σου δε με ταξίδεψες; Σαν έφυγα και σ' άφησα και βγήκα στη στερηάεσύ το ξέρεις το γιατίας όψεται που με κατάντησε. Και τον πήρανε τα κλάματα. Ο Μιχαληός τονέ λυπήθηκε και τον πήρε με το καλό στο σπίτι.

Ο Μπαταριάς σαν αρχίσω τους σκοπούς μου, σπάει τις κόρδες του λαβούτου του και ο Σουλεϊμάνης απαραιτεί το νάι του στη φωνή μου. Εγώ αν σηκώσω μάτι στα ψηλά τα παραθύρια θ' αρνηθή κάθε γυναίκα τον άντρα της· και αν σύρω το χέρι στη μέση μου το αίμα κατουρεί κάθε μάνας γέννα. Εγώ εψάρεψα πρώτος το μελάτι στους βυθούς της Μπαρμπαριάς κ' εξερρίζωσα το στοιχειωμένο Γιούσουρι μ' ένα μου τίναγμα.

Ένα πρωί πάνω στο καλδερίμι του μεγάλου του σπιτιού με τα ψηλά τα παραθύρια και τα μαρμαρένια τα θεμέλια, τη βρήκανε ξερή τη γρηάΣτάθαινα. Και δίπλα το ραβδί της. Το ίδιο το πρωί ανοίξαν' ένα λάκκο στην αυλή του ΆηΝικόλα και τη θάψανε. Ο νεκροθάφτης πήρε το τσακισμένο το ραβδί και τόρριξε στην αγκαλιά της.

Ο μεγάλος θόλος, 179 πόδια του ύψου, είναι καμωμένος μ' αλαφρά πλιθάρια της Ρόδος, κ' οι τέσσερεις πινσοί του με πολύ στεριό υλικό που να καλοβαστιέται ο θόλος, να είναι κι όσο γίνεται αλαφρός . Πίσωθε από τα τέσσερα μισόκυκλα που κάμνουν οι τέσσερεις οι μεγάλες καμάρες σε κάθε κόχη, υπάρχει κι απόνα θολωτό τετράγωνο μέρος, φωτισμένο κι αυτό από παραθύρια.

Η Λ... είνε αρραβωνιασμένη με τον Γιαννάκη τον Δράκο, ο γυιός σου πάει και της κάνει πατινάδα, απέναντ' απ' τα παραθύρια της, και λοιπόν θέλει να χαλάση τον φράχτη.

'Στόν πύργο κόρη κάθεται με δεκαπέντε σκλάβαις, Κι' όλο αρμαθιάζει τα φλουριά και τα μαργαριτάρια. Αρμάθιαζε, ξαρμάθιαζε τα κρέμαε 'ςτο λαιμό της, 'Στά παραθύρια ξέβγαινε και γλυκοτραγουδούσε. Ξανοίγει γλήγορο άλογο 'ςτήν άκρη από τον κάμπο. Γλυστράει 'ςτό χιόνι το στρωτό, σαν η αστραπή 'ςτά νέφια, Κ' ένα ψηλό χλημίντρισμα βολαίς-βολαίς ξεχύνει.