United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ο βίος είναι γελοίος, και εγώ γελώ, επεκρίθη ο Πετρώνιος, αλλ' εδώ ο γέλως έχει άλλον ήχον. Ούτω συνδιαλεγόμενοι ηγέρθησαν και διέτρεξαν την οικίαν καθ' όλον το μήκος της και έφθασαν εις τον κήπον. Ο Πετρώνιος έρριψε βλέμμα γοργόν επί της Λιγείας.

Η κωμωδία, φαίνεται, είνε ξένη φάρσα, αλλ' οι λαϊκοί υποκριταί κατορθώνουν να της δίδουν τέλειον χρωματισμόν ελληνικόν και να την αρτύουν δι' αφθόνου χονδροκομμένου άλατος. Και ο πλατύς γέλως του λαού εκχύνεται ελεύθερος, ειλικρινής, ανακουφιστικός από τας ανίας και τους μόχθους της ημέρας.

Οι διαβάται εσταμάτων το βήμα εκεί, θεωρούντες επί στιγμήν της πενιχράς εκείνης οικίας το λαμπρόν φωτοβόλημα και μετά τινος μυστικού φθόνου ακούοντες την εν αυτώ χαράν, ήτις και του φωτός πλέον εκλάμπουσα ανεπήδα άφροντις και αθώα· και μη χωρούσα εν τω ταπεινώ εκείνω διαμονητηρίω, επέτα έξω εις την οδόν ως άσμα, ως γέλως, ως φλύαρος ελαφρός διάλογος.

O γέλως δε των χωρικών εξέσπασε παταγώδης, όταν η Μαργή έκαμψε την γωνίαν της εκκλησίας και απεμακρύνθη μετά της μητρός της, ο δε Αστρονόμος, μιμούμενος τας κινήσεις και την φωνήν της, επανέλαβεν: «Αντίο σας! ... .Έλα μητέρα ... .» Και είπεν έπειτα με την αυτήν επίσυρτην φωνήν: — Τι δέντρο κάνει το στάρι;

Τι νομίζεις ότι θα έπραττεν ο Δημόκριτος εάν έβλεπε ταύτα; Θα ηδύνατο να γελάση όσον ήτο άξιος ο Πρωτεύς; Αλλά τόσος γέλως φαίνεται και της ευθυμίας του Δημοκρίτου ανώτερος. Γέλα εν τοσούτω και συ, φίλε μου, και μάλιστα όταν ακούσης τους άλλους να τον θαυμάζουν. Απόλλων, Ζευς, Φιλοσοφία, Ηρακλής, Ερμής, Άνθρωποι, Κύριος, Ορφεύς, Φυγάδες, Φιλοξενών.

Οσάν να εβρυκολάκιασε! — Σιωπή, επανέλαβεν ο γέρων, και απεμακρύνθησαν αμφότεροι. Ο Νίκος ανωρθώθη. Ήτο κατακόκκινος. — Την ήκουσας, είπε. Μ' επήρε διά βρυκόλακα! Και απεπειράθη να γελάση. Ήτο άγριος ο βεβιασμένος εκείνος γέλως του. — Ησύχασε, αδελφέ, δεν είπε τούτο. Αλλά, επρόσθεσα, και αν το είπε, καλά έκαμε, διά να μάθης άλλην φοράν να γίνεσαι ωτακουστής!

Βεβαίως τούτο δεν είνε ό,τι ο κόσμος χαράν ονομάζει· δεν ήτο η ευθυμία της κουφότητος, δεν ήτο ο γέλως της μωρίας· εκ του είδους τούτου της χαράς ελάχιστα έχει ο βίος δι' άνθρωπον τι πράγματι σημαίνει ο βίος.

Ο συγγραφεύς της Ιωάννας περιωρίσθη εις το να παραθέση ως επί το πλείστον άνευ σχολίων τα χωρία των θεολόγων του μεσαιώνος· αν δε εγεννήθη ο γέλως, «τ ο ύ τ ο π ρ ο έ ρ χ ε τ α ι ε ξ α υ τ ώ ν τ ω ν π ρ α γ μ ά τ ω ν, ά τ ι ν α ή σ α ν φ ύ σ ε ι γ ε λ ο ί α.» Και τω όντι τι γελοιωδέστερον ή να βλέπη τις την θρησκείαν, εξ ης περιεμένομεν την μέλλουσαν ημών σωτηρίαν, ούτω ασυστόλως νοθευομένην με τας γελοίας επινοήσεις ανόητων καλογήρων συζητούντων περί του τι γίνεται εν τω στομάχω του μεταλαμβάνοντος το σώμα του Σωτήρος, ή Συνόδων συνερχομένων ν' αποφασίσωσιν «α ν α ν ή κ ω σ ι ν ή ό χ ι ε ι ς τ ο α ν θ ρ ώ π ι ν ο ν γ έ ν ο ς α ι γ υ ν α ί κ ε ς;» Πως άλλως ή παίζων ηδύνατο να ομιλήση ο συγγραφεύς περί τοιούτων πραγμάτων, αφού κατά μεν τους Πατέρας «Μ ό ν ο ν δ ι ά τ ο υ γ έ λ ω τ ο ς τ ι μ ω ρ ε ί τ α ι η α ν ο η σ ί α», κατά δε την Γραφήν «Κ ύ ρ ι ο ς α λ η θ ι ν ώ ν σ τ ό μ α ε μ π λ ή- σ ε ι γ έ λ ω τ ο ς;» Μίαν μόνην δικαίαν μομφήν δύναται τις ν' αποτείνη εις τον γράψαντα την Ιωάνναν, ότι ουδέν νέον είπεν εν τω βιβλίω του.

Αλλά αμέσως ήλθεν ο γέλως εις τα χείλη, χαράς ακτίνες ετοξεύθησαν από τα μάτια της, έξω έλαμπεν ο ήλιος τόσον ωραίος και αύριον ήτο ο γάμος αυτής και του Ρούντυ. Ο Ρούντυ ήτο ήδη εις το δωμάτιον, όταν εισήλθεν η Μπαμπέττα, και μετ' ολίγον μετέβησαν εις Βίλλνευβ. Και οι δυο ήσαν ευτυχέστατοι και ο Μυλωθρός επίσης εγέλα και ακτινοβολούσεν εις ευθυμίαν: καλός πατήρ ήτο αυτός και ψυχή λαμπρά.

Πάντες ενόησαν ότι μεταξύ των δύο εκείνων ανθρώπων κάτι συνέβαινεν, αλλ' ο γέλως διέστειλε τα χείλη των θεατών, διότι το πρόσωπον του Χίλωνος ήτο φρικτόν. θα έλεγε τις ότι αι γλώσσαι του πυρός έκαιον το ιδικόν του σώμα. Αίφνης ο Χίλων ηγέρθη, έτεινε τους βραχίονας και έκραξε με φωνήν φρικώδη και σπαρακτικήν: — Γλαύκε! εν ονόματι του Χριστού! συγχώρησέ με.