United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι συγγενείς του μυλωθρού εν Ιντερλάκεν, εις επίσκεψιν των οποίον ο μυλωθρός και η Μπαμπέττα είχον έλθει, προσεκάλεσαν τον Ρούντυ να καταλύση εις το σπίτι των, αφού ήτο από το ίδιον καντόνιον, οπόθεν και ο μυλωθρός.

Εάν ο Ρούντυ ήτο ακόμη παιδί, θα εκαταλάβαινε την γλώσσαν και θα εννοούσε, ότι η γάτα ήθελε να του 'πή ακριβώς: «Εδώ κανείς δεν είναι, 'στο σπίτιΚατ' ανάγκην λοιπόν επέρασε εις τον Μύλον, διά να ερωτήση, και εκεί έλαβε πληροφορίας, ότι ο Μυλωθρός είχεν αποδημήσει πέραν εις το Ιντερλάκεν και μαζί με αυτόν και η Μπαμπέττα· ότι εκεί ήτο μεγάλη σκοπευτική εορτή, θα ήρχιζε την επαύριον και θα διήρκει οκτώ ολοκλήρους ημέρας.

Δεν μας φθάνει! . . . είπαν δύο, οι οποίοι εκάθηντο εις τα νώτα του καπνόν φυσώντος Δράκοντος, «δύο καρδίαι, είς παλμός» καθώς λέγουν. Ήσαν ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα. Και ο μυλωθρός ακόμη ήτο εκεί. — 'Σαν αποσκευή! . . . έλεγεν αυτός. «Είμαι εδώ ως το αναγκαίον προσάρτημα». — Εκεί κάθονται οι δύο! είπεν η Νεράιδα του Πάγου.

Ο μυλωθρός διηγήθη περί της μακράς οδού, που είχον έως εδώ ταξειδεύσει, και περί των πολλών μεγάλων πόλεων, τας οποίας είχον ίδει· είχον κάμει, κατά την ιδέαν του, μεγάλο ταξείδιον, και είχαν ταξειδεύσει με το ατμόπλοιον, με την ατμάμαξαν ως και με την ταχυδρομικήν άμαξαν.

Τώρα είμαστε οι κύριοι εδώ μέσα εις το σπίτι! έλεγε η γάτα του δωματίου. Δεν είχεν ακόμη βραδυάσει, όταν οι τρεις εύθυμοι άνθρωποι έφθασαν εις Βιλλνεύβ και εκεί εγευμάτισαν. Ο Μυλωθρός εκάθισε εις την πολυθρόνα, εκάπνισε την πίπα του και επήρε ένα υπνάκο.

«Πρέπει να τον βγάλωμεν έξω από το κοφίνι. Είναι, να τρελλαθή κανείς, όπως γουρλώνει τα μάτια του. Αλλά πώς ημπόρεσες και τον έπιασες;» Ο Ρούντυ διηγήθη και ο μυλωθρός άνοιγε διαρκώς τα μάτια του μεγάλα από έκπληξιν. — Με την τόλμην σου και την ευτυχίαν σου ημπορείς τρεις γυναίκες να θρέψης, είπεν ο μυλωθρός. — Σας ευχαριστώ! . . . είπεν ο Ρούντυ.

Αλλά αμέσως ήλθεν ο γέλως εις τα χείλη, χαράς ακτίνες ετοξεύθησαν από τα μάτια της, έξω έλαμπεν ο ήλιος τόσον ωραίος και αύριον ήτο ο γάμος αυτής και του Ρούντυ. Ο Ρούντυ ήτο ήδη εις το δωμάτιον, όταν εισήλθεν η Μπαμπέττα, και μετ' ολίγον μετέβησαν εις Βίλλνευβ. Και οι δυο ήσαν ευτυχέστατοι και ο Μυλωθρός επίσης εγέλα και ακτινοβολούσεν εις ευθυμίαν: καλός πατήρ ήτο αυτός και ψυχή λαμπρά.

Καθ' όλον αυτόν τον χρόνον θα έμενεν ο μυλωθρός και η Μπαμπέττα εις τους συγγενείς των εν Ιντερλάκεν, του είπαν. Ο Ρούντυ επέρασε το Γκέμμι, ήθελε να καταιβή εις το Γκρίντελβάλτ. Δροσερός και φαιδρός εβάδισε προς τα άνω εις τον δροσερόν, ελαφρόν, δυναμωτικόν αέρα του βουνού.

Και όταν ήλθε το βράδυ και επανήρχετο το λεωφορείον την αυτήν οδόν τότε και πάλιν ο Ρούντυ εκάθητο μέσα, την αυτήν οδόν, επανερχόμενος· αλλά εις τον Μύλον η γάτα του δωματίου περιέτρεχε με νέα. — Ξέρεις εσύ! συ από την κουζίνα! Ο μυλωθρός τώρα τα ξέρει όλα. Αλλά η υπόθεσις επήρε ωραίον τέλος!

Ο μυλωθρός ήτο πλούσιος, και αυτός ο πλούτος ανέβαζε την Μπαμπέττα πολύ υψηλά, που ήτο δύσκολον να την πιάσουν. Αλλά τίποτε δεν είναι τόσον υψηλά, που να μη ημπορή κανείς να το φθάση. Αρκεί να σκαρφαλώση. Και να πέση κανείς δεν μπορεί, αν δεν το σκεφθή. Την διδασκαλίαν αυτήν την είχε ο Ρούντυ από το σπίτι του.