United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την στιγμήν εκείνην κατελαμβάνοντο από την νοσταλγίαν της ερήμου και της ελευθερίας και αι φωναί των επαναλαμβανόμεναι εν μέσω της σιωπηλής νυκτός επλήρουν διά βρυχηθμών την πόλιν. Η Λίγεια ήκουε τας φωνάς ταύτας με την καρδίαν περισφιγγομένην υπό παραλόγου τρόμου. Ο Βινίκιος την περιέβαλε με τους βραχίονάς του. — Μη φοβήσαι τίποτε, αγαπητή.

Αι βλάχισσαι, έχουσαι ελεύθερα τα εύτορνα κ' εξωγκωμένα στήθη και γυμνούς μέχρις ακρωμίου τους ρωμαλέους βραχίονας, έδερον μετά δυνάμεως τον κάδδον του βουτύρου, το οποίον ανεπήδα μέσω των οκτώ οπών του εμβόλου, επαφρίζον και λευκότατον.

Πλησίον της εστίας εκάθητο η Λίγεια, κρατούσα εις τας χείρας βούρλον μικρών ιχθύων προωρισμένων διά το δείπνον. Αφωσιωμένη εις το να εξαγάγη τους ιχθύς εκ του βούρλου και με την βεβαιότητα ότι θα ήτο ο Ούρσος δεν εκινήθη ποσώς. Ο Βινίκιος επλησίασε και καλέσας αυτήν έτεινε τους βραχίονας.

Αλλ' εκείνη συνθλιβομένη επάνω του επέμενε: — Μάντευσε. Περιέβαλε με τους βραχίονάς της τον λαιμόν του Βινικίου και διά μέσου του πέπλου της εκόλλησαν τα χείλη της επί των χειλέων του. «Νυξ έρωτος! Νυξ τρέλλαςείπε πνευστιώσα. «Απόψε όλα επιτρέπονται· είμαι ιδική σου». Αλλά το φίλημα εκείνο υπήρξε δι' αυτόν νέα αηδία.

Θεωρούσιν αντικρύ, και αντί αγρών και αλωνίων και θημωνιών βλέπουσιν οικίας τριωρόφους και εν μέσω αυτών το τηλεγραφείον, εκτείνον διά των αέρων τους πολυμίτους σιδηρούς του βραχίονας.

Θα φάγω εσένα, κερατά!. . . Και ορμήσας λυσαλέος ο Ζάχος συνέσφιγξεν εις τους βραχίονάς του τον Ταχίρ. Τότε ήρχισε μεταξύ των ο πεισματωδέστερος αγών. Ο Χάρος και ο Τσοπάνης δεν επάλαισαν τόσον σφοδρώς εις το μαρμαρένιο αλώνι, ούτε οι σαράντα δράκοι μετά τόσου θορύβου εις το τρίστρατο διά τα γλυκά μάτια της Πεντάμορφης.

Εις το αμφιθέατρον άνθρωποι είχον υψώσει τους βραχίονας και έμενον ακίνητοι εις την στάσιν αυτήν. Άλλων τα μέτωπα ήσαν περίρρυτα εξ ιδρώτος, ως εάν οι ίδιοι είχον παλαίσει κατά του θηρίου. Εις το ημικύκλιον ηκούετο μόνον ο τριγμός των λυχνιών και ο κρότος των φεψάλων, τα οποία έπιπτον εκ των πυρσών. Ο λόγος είχεν εκπνεύσει εις τα χείλη. Αι καρδίαι έπαλλον μέχρι διαρρήξεως των στηθών.

Όχι εν γνόφω και θυέλλη ή εν πυρίνω άρματι έμελλε να παρέλθη απ' αυτών ο Ιησούς, αλλά με τους βραχίονας τεταμένους εν αγωνία επί του επαράτου ξύλου· όχι μεταξύ του Μωυσέως και του Ηλία, αλλά μεταξύ δύο ληστών, σταυρωθέντων μετ' αυτού, «εντεύθεν και εντεύθεν».

Και περιβαλούσα αυτόν με τους βραχίονάς της τον ημπόδιζε να κάμη χρήσιν του όπλου του. Στραφείσα δε συγχρόνως προς τον Μανώλην του εφώναξε: — Φύγε, φύγε! Ο Μανώλης, όστις εστέκετο ως απολιθωμένος και παρετήρει ηλιθίως τον φρυάττοντα Στρατήν, απεμακρύνθη με βαθμηδόν αυξάνουσαν ταχύτητα.

Η Ιωάννα αναπτύξασα αυτήν, εν μέσω άνθινων στεφάνων, καρδιών τετρωμένων, ασπαζομένων περιστερών, φλεγουσών λαμπάδων και άλλων περιπαθών συμβόλων, δι’ ων οι τότε ερασταί εκόσμουν τας επιστολάς των, ως παρ’ ημίν οι θαλασσινοί τους βραχίονας και τας κνήμας των, ανέγνωσε τα εξής: Φρουμέντιος τη αδελφή αυτού Ιωάννα χαίρειν εν Υψίστω.