United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με το μειδίαμα εις τα χείλη και διευθετών με νωχελή χείρα τας πτυχάς της τηβέννου του, επερίμενε τι θα έλεγεν ή θα έπραττεν ο Καίσαρ. Ο Καίσαρ είπε: — Θέλετε να τον τιμωρήσω, αλλ' είναι εταίρος και φίλος μου. Και μ' όλον ότι μου επλήγωσε την καρδίαν, θέλω να μάθη ότι η καρδία αύτη μόνον την συγγνώμην έχει διά τους φίλους της. — Έχασα . . . και εχάθην, εσκέφθη ο Πετρώνιος.

— Ο Ούρσος δεν είπεν ότι θα επιστρέψη· είπεν ότι θα παραμονεύση το φορείον απόψε. — Είναι αληθές! Εξήλθον του κοιτώνος και μετέβησαν εις το λουτρόν. Μετά το λουτρόν και το πρόγευμα, η Ακτή ωδήγησε την Λίγειαν εις τους κήπους του παλατίου, όπου δεν είχον να φοβηθούν καμμίαν συνάντησιν, διότι ο Καίσαρ και οι φίλοι του εκοιμώντο ακόμη.

Ο Καίσαρ ουδέποτε ήκουσεν εις την ζωήν του να ομιλούν περί της Λιγείας· εάν απήτησε να του παραδώσουν αυτήν, τούτο εγένετο διότι κάποιος τον ώθησεν· είναι εύκολον να μαντεύση τις ποίος. — Ο Πετρώνιος; — Αυτός. Ιδού πώς ανταμειβόμεθα, διότι ηνοίξαμεν την θύραν μας εις ανθρώπους άνευ τιμής.

Ο Καίσαρ εσυνήθιζε να συναποκομίζη εις το ταξίδιον όλα τα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων ηρέσκετο να ζη, και εις τον παραμικρόν σταθμόν ηδύνατο να παραγγείλη να του εγκαθιστούν ένα προσφιλή διάκοσμον από αγάλματα και μωσαϊκά. Κατά τας μετατοπίσεις του ο Καίσαρ συνωδεύετο από ολόκληρον στρατόν υπηρετών, εκτός των ταγμάτων των πραιτωριανών, εκτός των αυγουστιανών και των συνοδειών του.

Ο Καίσαρ μαθών την εν τη αυλή της Κλεοπάτρας διαγωγήν αυτού λέγει: «Άφες, Αντώνιε, τον ακόλαστον και ηδυπαθή βίον σου.

Δεν είναι η Τύχη, αλλά δούλος αυτής και υπηρέτης της θελήσεώς της. Είναι μέγα τι η εκτέλεσις της πράξεως εκείνης, ήτις θέτουσα τέρμα εις πάσας τας λοιπάς, δεσμεύει τας συμφοράς, και κλείει την θύραν εις τας περιπετείας· της πράξεως εκείνης ήτις αποκοιμίζει, και αίρει διά παντός τον βόρβορον εκείνον, εκ του οποίου λαμβάνει την τροφήν και επαίτης και Καίσαρ.

Και στο κεφάλι μια πέτρα λες μου κάθεται μεγάλη. Οι άνω πλην του Κουβικουλαρίου. Τρόφιμε! ΤΡΌΦΙΜΟΣ Καίσαρ! ΓΑΛΕΡΙΟΣ Άκουσε.

ΚΑΙΣΑΡ. Αποδοκιμάζω μόνον τον τρόπον, όχι και την ουσίαν της ομιλίας του, διότι δεν είνε δυνατόν να μείνωμεν συνδεδεμένοι, έχοντες τόσον εναντία φρονήματα. Και όμως, εάν εγνώριζα ότι υπάρχει κρίκος δυνάμενος να μας συνδέση, θα περιηρχόμην την οικουμένην προς ανεύρεσίν του. ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Επίτρεψέ μου, Καίσαρ. ΚΑΙΣΑΡ. Ομίλησον, Αγρίππα.

ΚΑΙΣΑΡ. Τον Καίσαρα· λέγων ότι, αφαιρέσας την Σικελίαν από του Σέξτου Πομπηίου, δεν παρεχώρησα εις αυτόν το εκ της νήσου ταύτης μερίδιόν του· ότι μου εδάνεισε πλοία, τα οποία δεν απέδωκα· τέλος δε αγανακτεί διότι καθήρεσα εκ της τριανδρίας τον Λέπιδον και κατεκράτησα τα εισοδήματά του. ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Πρέπει, Καίσαρ, να απολογηθής εις τας κατηγορίας ταύτας.

Ο Παύλος αφυπνίσθη εκ της σκέψεως της αμέτρου εκείνης δυνάμεως, από την οποίαν αι ψυχαί ως η του Έλληνος εκείνου δεν ηδύναντο να διαφύγωσι, και απεκρίθη: — Έχε πίστιν και μαρτύρει περί της Αληθείας! Εξήλθον ομού εις την έξοδον του κήπου. Ο απόστολος ηυλόγησε και πάλιν τον γέροντα και εχωρίσθησαν κατ' απαίτησιν αυτού του Χίλωνος, προβλέποντος ότι ο Καίσαρ και ο Τιγγελίνος θα τον κατεδίωκον.