United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις το Ηράκλειον της Κρήτης ήτο προ ετών ένας τρελλός Τούρκος, ο οποίος εξηρεθίζετο και ύβριζε και ελιθοβόλει οσάκις του απηύθυνον το επιφώνημα «Ζιτ! ζιτ!». Άμα ενεφανίζετο εις την Πλατειάν Στράταν, τα ερεθιστικά επιφωνήματα απετέλουν δαιμονιώδη βόμβον εκατέρωθεν. Ο δε παράφρων, ως κεντριζόμενος υπό οίστρου, εγίνετο έξαλλος και έτρεχεν υβρίζων ή και λιθοβολών δεξιά και αριστερά.

Η νυξ είνε καλός σύμβουλος, αλλά διά τους έχοντας εις την ψυχήν των ημέραν· διά τους έχοντας όμως και εις την ψυχήν των νύκτα, είνε ολέθριος σύμβουλος. Μη υποχρεώσης την ψυχήν σου να αισθανθή ακούσιον αίσθημα· ζητείς να διεγείρης τρικυμίαν εις ένα ωκεανόν με τον δάκτυλον. Και καθήμενος και μηδέν πράττων ακόμη, κουράζεις τους άλλους· θέλεις να μη τους κουράζης ποτέ; ύβριζε.

Συ λοιπόν, φίλε Ιππία, άραγε νομίζεις ότι είναι τόσον επιλήσμον ο υιός της Θέτιδος και ο μαθητής του σοφωτάτου Χείρωνος, ώστε, ενώ ολίγον προηγουμένως ύβριζε τους μεγαλαύχους με τας χειροτέρας ύβρεις, αμέσως ο ίδιος εμπρός μεν εις τον Οδυσσέα να λέγη ότι θα αναχωρήση, εμπρός δε εις τον Αίαντα ότι θα μείνη, και ότι δεν το κάμνει με οπισθοβουλίαν και επειδή νομίζει ότι ο Οδυσσεύς είναι της παλαιάς μεθόδου και ότι θα τον νικήση ακριβώς με τα τεχνάσματα και τα ψέμματα;

Αλλά φθονερός της ευτυχίας του ο άγριος μαΐστρος, μετά λαίλαπος και χιονοστροβίλων εξαφθείς, τον ηνάγκασε να κλεισθή μέσα εις της τρεις Μπούκαις, οπού βράδυ-βράδυ ηγκυροβόλησεν η Σκίαθος σαν ένας αετός με μαδημένα τα πτερά του. Σκυλί μοναχό! Ύβριζε δάκνων τα χείλη του ο καπετάν-Φώκας, τρεις θάλασσαις συναντήσας παρά το Καβοδόρος.

Όταν συγγραφεύς άλλος, και άλλης περιωπής, δημοσιεύσας προ ετών ιστορικοφανταστικόν δράμα, προέτασσε &χυδαία& αληθώς προλεγόμενα, δι' ων ύβριζε βαναύσως την θρησκείαν των πατέρων τουτότε ουδείς λόγος ήτο όπως σκανδαλισθή τις διότι το πράγμα ήτο της μόδας.

Ήτο δε αυτός ο οποίος μου μιλούσε κατ' αυτόν τον τρόπον από τους εραστάς ο περισσότερον αναπτύξας το πνεύμα του, ο δε άλλος τον οποίον ύβριζε τόσον άσχημα, ο περισσότερον φροντίσας διά το σώμα του.

Το μέγεθος της θλίψεώς του ηδύνατό τις να το συμπεράνη από τα παράξενα και μανιώδη κινήματά του. Ύβριζε τον αίτιον και τους αξιωματικούς, όσους ενόμιζεν ότι δεν εφρόντισαν όσον έπρεπε διά να προλάβωσιν, ή να εμποδίσωσι το δυστύχημα, αναθεμάτιζε την ώραν και ό, τι άλλο ήρχετο εις τον νουν του εκείνην την στιγμήν.

Κάποιος μ' επήρε κατά λάθος και είπε: «Θα την περάσω εις τα σκοτεινά» Κ αι με επέρασε την νύκτα εις άλλον, ο οποίος την ημέραν με ύβριζε: «Δεν είναι καλή, έλεγε, Να την ξεφορτωθώ μίαν ώραν αρχύτεραΉτο γενική κατακραυγή εναντίον μου, και έτρεμα εις τα δάκτυλα τα οποία με εκρατούσαν, οπότε επρόκειτο να περάσω διά νόμισμα του τόπου όπου ευρισκόμην, η πτωχή!

Τέλος πάντων επέστρεψα εις την πατρίδα μου, και τα βάσανά μου ετελείωσαν. Ήρχισα πάλιν να χαίρωμαι, διότι κανείς δεν με ύβριζε. Μολονότι είχα την τρύπαν, όλοι με είχαν διά καλήν δραχμήν. Όσον και αν καταφρονηθή κανείς, θα έλθη ημέρα δικαιοσύνης και ανταποδόσεως! Αυτά έλεγεν ή δραχμή. Ήτο μίαν φοράν μία σακκορράφα, και εφαντάζετο ότι ήτο ωραία. Ήθελε να περνά, διά βελόνη του κεντήματος.

Το άγγελμα δεν απηυθύνετο προς τον Ιησούν, αλλ' ούτος δεν ηθέλησε να το ακούση, και μετά συμπαθούς επιθυμίας όπως απαλλάξη ματαίας αγωνίας τον πατέρα, είπεν αυτώ: «Μη φοβού, μόνον πίστευε». Τάχιστα έφθασαν εις την οικίαν, και εύρον αυτήν κατεχομένην υπό των θρηνωδών γυναικών και τον αυλητών, των οποίων ο τεχνητός και μισθωτός αλαλαγμός ύβριζε το άφωνον και ειλικρινές πένθος και το μεγαλείον του θανάτου.