United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η απόκρισις του βασιλέως μου επροξένησε μεγάλην θλίψιν και ευρισκόμουν εις μεγάλον φόβον και εις κάθε ολίγην ασθένειαν ή μικράν ενόχλησιν της γυναικός μου, έτρεμα από τον φόβον μου. Τέλος πάντων μετ' ολίγον καιρόν εξαίφνης μου εσυνέβη εκείνο που εφοβόμουν· αιφνηδίως αρρώστησεν η γυναίκα μου και μετ' ολίγας ημέρας απέθανε.

αυτήκεν γαίη ερύσαι αυτή τε θαλάσση. Όταν ήκουα αυτούς τους στίχους, σ' εθαύμαζα διά την δύναμίν σου και έτρεμα• αλλά τώρα βλέπω ότι και συ ομού με την αλυσίδα και τας απειλάς σου κρέμεσαι, κατά την ομολογίαν σου, από το λεπτόν νήμα των Μοιρών. Μου φαίνεται λοιπόν ότι δικαιότερον θα εκαυχάτο η Κλωθώ, η οποία και σε ακόμη κρατεί κρεμάμενον εις το αδράκτι της, όπως το ψάρι εις το καλάμι του ψαρά.

Ίσια κοντά μου ζυγώνει η αθεόφοβη! Τουρτούριζε το σιαγόνι μου από το σύγκρυο. Ήρθε κι ακκούμπησε στα κάγκελα του ηλιακού πλάγι μου. Έτρεμα και πήγαινα. Στέγνωνε ο λαιμός μου, κ' ένας βώλος μου την έπνιγε την καρδιά μου. — Βλέπεις τι όμορφη που είναι η Πόλη μας; γυρίζει και μου κάνει με μάτια που γλυκαστράφτανε. Να γείνης Πολίτης και συ. — Είμαι Πολίτης, έκαμα καρδιά και της είπα.

Λαχτάρησα σαν νάπεσετα σωθικά μου σπίθα. Κι' όσο που η μέρες πέρναγαν γενόνταν φλόγα η σπίθα, Κ' η φλόγα μ' έκαψε βαθηά, όμως με τέτοια γλύκα, Οπ' άλλαξα με μιας ζωή· εθάμπωνε η ματιά μου Από μια λάμψι, γκαρδιακή και παραδείσια λάμψι, Σαν κύτταζα τα μάτια της· σαν μου χαμογελούσε Έλεγα γη πως δεν πατώ, πως περπατώ τα ουράνια· Τα αίματά μου επάγωναν σαν κάθονταν σιμά μου Κ' έτρεμα σαν τον κάλαμο σαν μ' έπιανε απ' το χέρι· Και τα τραγούδια των πουλιών για εμέν' αλλάξαν τότες, Άλλαξε το μουρμουρητό της λαγκαδιάς, της βρύσις.

Και πόσες φορές, όταν ο άνεμος αργοκινώντας τα σύγνεφα ανεκάτωνε τα υφάσματα και άλλαζε τη ζωγραφιά, έτρεμα μήπως χάσω τη μόνη μου παρηγοριά!

Ήτο εκείνη η πρώτη δοσοληψία της οποίας εδέησεν εγώ μόνος ν' αναλάβω την πρωτοβουλίαν και την εκτέλεσιν, διότι δεν είχα πλέον τον πατέρα μου σύμβουλον και οδηγόν. Έτρεμα μη διακινδυνεύσω τα χρήματά μου εις κακήν τινα επιχείρησιν.

ΕΡΜ. Το ξέρω και έτρεμα όταν σε ήκουα να αγορεύης και μάλιστα όταν εφοβέριζες να ανασύρης εκ των θεμελίων της την γην και την θάλασσαν και να την σηκώσης μαζί με όλους τους θεούς διά της χρυσής εκείνης αλυσίδας.

Προχωρώ Μέσα σε λόγκο μαύρο, 'Σάν το βαθύ το σύγνεφο Ν' αστράψη 'τοιμασμένο. Φωναίς, σαν βουβουνίσματα. Ακούω, και προσμένω Την αστραπή. Και γλίγωρα Φεύγω τον πάτο ναύρω. Ο λόγκος δεν τελείωνε. 'Σ τη μέση του ποτάμι Νερά με φλόγες κύλαε, Με μια βοή μεγάλη, Και τα νερά 'σάν αίματα Κόκκινα ήταν. Πάλι Εκεί τρομάρα μ' έπιασε, Κ' έτρεμα 'σάν καλάμι. Ήταν πλατύ.

Κάποιος μ' επήρε κατά λάθος και είπε: «Θα την περάσω εις τα σκοτεινά» Κ αι με επέρασε την νύκτα εις άλλον, ο οποίος την ημέραν με ύβριζε: «Δεν είναι καλή, έλεγε, Να την ξεφορτωθώ μίαν ώραν αρχύτεραΉτο γενική κατακραυγή εναντίον μου, και έτρεμα εις τα δάκτυλα τα οποία με εκρατούσαν, οπότε επρόκειτο να περάσω διά νόμισμα του τόπου όπου ευρισκόμην, η πτωχή!

Την ημέραν η σκέψις αύτη ήτο υπερβολικός τρόμος, αλλά την νύκτα έφθανε σχεδόν εις τον παροξυσμόν. Όταν τα δύσμορφα σκότη εκάλυπταν την γην, φοβούμενος εις κάθε μίαν σκέψιν μου από ταύτας έτρεμα, έτρεμα σαν τα πούπουλα που τρέμουν επάνω εις τα κοράκια.