United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μετά ολίγας ημέρας με καιρόν αρμόδιον, αράξαμεν εις διάφορα νησιά, εις τα οποία επούλησα όλα εκείνα τα χρυσά φορέματα, ομοίως και πολλά πετράδια και μαργαριτάρια, και άλλα τα άλλαξα με άλλας πραγματείας, εις βαθμόν που όταν μετά τρεις μήνας εφθάσαμεν εις Βαβυλώνα, εγώ είχα κερδίσει ένα μεγάλον θησαυρόν.

Κ' εγώ θυμούμαι μια φορά, που ήσουν έξη χρόνων παιδί, και όμως σ' άκουσατραύλιζες τότε μόνονκαι με τον πρώτον οβολό που πήρα του ηλιαστή , έν' αμαξάκι αγόρασα στων Διασίων τη γιορτή. — Σωκράτη! έλα! έλα!, του άλλαξα τη γνώμη του γυιου μου, και στον κουβαλώ και άθελά του ακόμη. ΣΩΚΡΑΤΗΣ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ακόμ' είν' άμυαλο παιδί, και δεν είνε τριμμένο εις της κρεμάστρες μας εδώ.

Τάλλα τα παιδιά πήραν το δικό τους». Ο Μοναχάκης σαν πήρε το κομπόδεμα, κάμποσα κολονάτα, ξεμπαρκάρησε από τη μπομπάρδα του γαμπρού του, που ήταν τσαρμαρισμένος, λοστρόμος άξιος με τόνομα, κ' ένα πρωί μπαρκάρησε για τη Σκιάθο. — Αφίνομε υγεία, είπε στο Κυρατσώ, την αδελφή του. Άλλαξα γνώμη. Πάω στο Σκιάθο να παντρευτώ. Το Κυρατσώ ξαφνίστηκε. Δεν μπορούσε να καταλάβη. Στη Σκιάθο!

Ο νέος σοφός έτρεξε αμέσως να σφίξη τα χέρια ολονών, να δικαιολογηθή για την άργητά του. — Δεν ξέρετε, είπε γυρίζοντας από τον ένα στον άλλο· χίλιες δυο δυσκολίες βρέθηκαν στο δρόμο μου. Φαντασθήτε! Το ποτάμι της Καμινίτσας το πέρασα μέσα· έπλεξα σαν παπί. — Θα είσαι βρεμένος; είπε η Ελπίδα, κυττάζοντας τα ρούχα του ανήσυχα. — Όχι, άλλαξαείχα ρούχα μαζί μου.

Πώς λοιπόν τουτ’ αφίνοντας να ποθώ άλλα; Ποτέ νους καλοστόχαστος κακός δεν είναι° αλλ’ ούτε βασιλέας ποτέ θέλω να γείνω, ούτε θα καλοτύχιζα, κι αν προσπαθούσα μ’ άλλους μαζί να πάρω σου τη βασιλεία. Εις το μαντείον πήγαινε καλά να μάθης, αν τον χρησμόν σού άλλαξα και δεν τον είπα όπως τον πήρα.

Εις τούτο το νησί επώλησα μερικά από τα πετράδιά μου και άλλα πάλιν τα άλλαξα με άλλα εμπορεύματα. Αποκεί περνώντας διάφορα νησιά και εμπόρια, επώλησα και άλλα εις μεγάλην τιμήν και τέλος πάντων από πολιτείαν εις πολιτείαν, εφθάσαμεν εις Βαλσύραν, παραθαλάσσιον εμπόριον της Βαβυλώνος και εκείθεν ήλθον εις Βαβυλώνα, προς μεγάλην χαράν των συγγενών μου.

Μου φαινότουν πως έτσι μονάχα θα να 'βρεσκα λαρωμό, πως έτσι θα να γλυκοκοιμιώμουν. Κι όσο να σκάση της χαραγής τ' άστρι στο καταρράχι του βουνού, κ' εγώ δε θυμάμαι πλια πόσα γλυκομιλήματα κρυφά ν' άλλαξα με τη δροσερή και μοσχοβολισμένη εκείνη νύχτα, σα βασίλεψε και το φεγγάρι στερνά και μας αφήκε στα σκοτεινά έτσι ολομόναχους.

Εγνώριζα καλά τον Μανωλιό. Ήταν παιδί μάλαμα, κάστρο καρδιά· δουλευτής τίμιος. Έκαμε χρόνο στο μπρίκι μου και λόγο δεν άλλαξα μαζί του. Η ματιά μου προσταγή· ο λόγος μου δουλειά του. Ήταν κ' εκείνος από τ' αποπαίδια της τύχης. Μόλις εγεννήθηκε ηύρε τα βάσανα εμπρός του. Λάμια τον εκαρτέραγεν η δουλειά, σίδερα η ανάγκη, θολό ποτάμι του γονιού το αμάρτημα.

Τι πλούτος, τι πολυτέλεια! Ήξερες από πού να τον πιάσης αυτόν τον φαγά. Αν καλά, καινούριο κοσκινάκι μου και που να σε κρεμάσω. Μ α ρ ί α. Νομίζετε ότι αυτό μπορεί να λεχθή για της γυναίκες. Εγώ, δεν άλλαξα τίποτε από τη ζωή μου. Σας βεβαιώ. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Ώστε ζήτε πάντοτε με τόσην πολυτέλειαν. Μα τότε θα έχετε πολύ μεγάλα έξοδα. Μα θα είμεθα και δύω να εργαζώμεθα και να κερδίζωμεν

Μου φαινότουν πως έτσι μονάχα θα να 'βρεσκα λαρωμό, πως έτσι θα να γλυκοκοιμιώμουν. Κι' όσο να σκάση της χαραγής τ' άστρι στο καταρράχι του βουνού, κ' εγώ δε θυμάμαι πλια πόσα γλυκομιλήματα κρυφά ν' άλλαξα με τη δροσερή και μοσχοβολισμένη εκείνη νύχτα, σα βασίλεψε και το φεγγάρι στερνά και μας αφήκε στα σκοτεινά έτσι ολομόναχους.