United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε όλοι του καραβιού ήλθον και με εφίλησαν, συγχαίροντές με ομοίως και εγώ τους ευχαρίστησα· και εκείνην την ημέραν εκάμαμεν ένα κοινόν συμπόσιον με θυσίας, διά την ανέλπιστόν μου εύρεσιν και αναγνώρισιν. Έλαβα έπειτα τας πραγματείας μου, τας επούλησα εις καλήν τιμήν και πάλιν εψώνησα άλλας εκείθεν.

Και εγώ, εφώναξεν ένας άλλος απ' εκείνην την συντροφιάν, στοχάζομαι παρομοίως ότι το κακόν, που μου ήλθε και παιδεύομαι τοσούτον σκληρώς από την τρελλαμάδα, θα είνε μία παίδευσις, που δικαίως μου τυγχάνει, επειδή και σου επούλησα εκείνην την σκλάβαν αδίκως, την οποίαν εναντίον της θελήσεώς της την έμπασες εις το καράβι σου· εγώ είμαι ακόμη πλέον υπεύθυνος από εσένα επειδή εκείνη ήτον υποκείμενον ελεύθερον, εις την οποίαν ήμουν υπόχρεως της ζωής μου· εις ανταμοιβήν διά το καλόν που έκαμε σου την επούλησα με δόλον διά σκλάβαν.

Αυτού με εβιζιτάρισεν ο ναύαρχος Άγγλος, όστις εκρατούσε την πολιορκίαν ταύτης της νήσου, και με έγγραφον διαταγήν εις το φιρμάνι της σημαίας μου με διέταξε να υπάγω εις την Γουαδαλούπαν, όπου επούλησα το φορτίον και αγόρασα άλλο, καφέ, ζάχαρη και λοιπά διά Λιβόρνον και Σμύρνην.

Τότε εγώ μην ηξεύροντας το τι να στοχασθώ δι' αυτήν την νέαν μου συμφοράν, έπεσα άρρωστος διά πολύν καιρόν, και ωσάν εγέρευσα, επούλησα το ό,τι και αν είχα και υπήγα και εκατοίκησα εις το Μουσούλ, φέροντας με λόγου μου εκείνον τον πλούτον που μου απομείνει.

Επήγαμεν λοιπόν εις το δάσος όπου ήτον ολίγον μακράν, και την πρώτην ημέραν έφερα αρκετά ξύλα εις τους ώμους μου, τα οποία επούλησα εις καλήν τιμήν.

Και αφού επούλησα όλας μου τας πραγματείας με αρκετόν κέρδος, που εκέρδισα δεκαπλάσια από όσα είχα και εψώνισα πάλιν άλλας από εκεί εις καλήν τιμήν και απεχαιρέτησα όλους μου τους φίλους, ανεχώρησα με το ίδιον πλεούμενον και εφθάσαμεν με επιτήδειον καιρόν εις δύο μήνας εις τον λιμένα της πόλεως Βαλσύρης, όπου είνε το παραθαλάσσιον εμπόριον της Βαβυλώνος· και εκεί επούλησα το περισσότερον μέρος των πραγματειών με πολλαπλάσιον κέρδος, το δε επίλοιπον το έφερον εις την Βαβυλώνα.

Η Σχυρίνα ήθελε δώσει όλα τα διαμαντικά της διά να κάμη πλέον μεγάλην την προίκα της· μα ευχαριστήθηκα να πάρω μόνον δύο χονδρά διαμάντια, τα οποία τα επούλησα την ερχομένην ημέραν εις ένα ντζοβαϊριτσή, και με αυτό το μέσον εβάλθηκα εις στάσιν διά να ακολουθήσω να φανερώνω την μορφήν του Μωάμεθ.

Έχοντες δε επιτήδειον τον αέρα εμισεύσαμεν εκείθεν και μετά ολίγων ημερών αρμένισμα, εφθάσαμεν εις κάποια νησιά, και αράξαντες εκεί επούλησα το περισσότερον μέρος από τας πραγματείας που είχον με μετρητά εις καλήν τιμήν και άλλα τα έκαμα αλλαγήν με άλλας πραγματείας χρησίμους διά την Βαβυλώνα.

Και μετά ολίγας ημέρας με καιρόν αρμόδιον, αράξαμεν εις διάφορα νησιά, εις τα οποία επούλησα όλα εκείνα τα χρυσά φορέματα, ομοίως και πολλά πετράδια και μαργαριτάρια, και άλλα τα άλλαξα με άλλας πραγματείας, εις βαθμόν που όταν μετά τρεις μήνας εφθάσαμεν εις Βαβυλώνα, εγώ είχα κερδίσει ένα μεγάλον θησαυρόν.

Είνε δύο χρόνια που πέθανε ο μακαρίτης ο πατέρας σου και ξέρεις πώς επεράσαμε αυτό το διάστημα. Όταν εκείνος εζούσε, τα είχαμεν όλα, διότι ήτο σιδηρουργός και πρώτος τεχνίτης στο Πειραιά. Και τώρα ακούς όλους να λέγουν ότι, αφότου πέθανε ο Φιλίνος, δεν ξανάγεινε άλλος τέτοιος τεχνίτης. Στην αρχή επούλησα τις τσιμπίδες, το αμώνι και το σφυρί κι' επήρα δύο μναις και μ' αυτές εζήσαμε κάμποσον καιρόν.