United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΡΟΣΠ. Την ελησμόνησες· πού εγεννήθηκε; μίλησε, λέγε μου. ΑΡΙΕΛ. Κύριε, εις το Αλγέρι. ΠΡΟΣΠ. Α! αυτού εγεννήθηκε; Πρέπει κάθε μήνα να σου ιστορώ ποίος ήσουν άλλη φορά, γιατί το λησμονάς.

ΠΑΡΑΜΑΝΑτους άνδρας πού εχάθηκε τιμή και πιστοσύνη; Είν' όλοι των επίορκοι και ψεύται και προδόται. — Πού είν' ο Πέτρος; ήθελα 'λίγον ρακί. — Η λύπη και ο καϋμός μ' εγήρασαν· 'ντροπή εις τον Ρωμαίον! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Άφτραις να βγάλ' η γλώσσα σου διά τον λόγον τούτον! Δεν εγεννήθηκε αυτός να ήν' εντροπιασμένος! Η εντροπή εντρέπεται να ιδή το μέτωπόν του.

Συ, τι λέγεις; ΠΟΛΩΝΙΟΣ Θα ωφελήση· πλην εγώ πιστεύω ακόμη ότι το πάθος του εγεννήθηκε από αγάπην 'πού απάντησε ψυχρήν καρδιά. — Τώρα, Οφηλία, να μας ειπής δεν είναι ανάγκη ό,τ' είπ' ο Αμλέτος, τ' ακούσαμ' όλα. — Κύριέ μου, κάμε ως θέλεις, αλλ', αν καλό το κρίνεις, άμα τελειώση το δράμα, η σεβαστή μητέρα του ας καλέση κατά μόνας αυτόν ν' ακούση τον καϋμόν του.

Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι' ο πόθος μουτα στήθη, Κι' απ' άφαντο, κι' απ' άπλερο πουλάκι, σταυραητέ μου, Μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια Και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει· Κ' έγεινε τώρα ο πόθος μου αητός, στοιχειό και δράκος Κι' εφώλιασε βαθιά-βαθιά μέσ' 'ς τ' άσαρκο κορμί μου Και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου, κουφοβοσκάει την νιότη.

Εφαίνετ' όλη η φύσις Λουλούδι χωρίς μυρωδιά, κόρη γλυκειά, πανώρηα Όπου εγεννήθηκε βουβή κι' όπου την παραστέκει Η μαυρισμέν' η μάνα της να ιδή μην ξεχαράξη Μαζύ μ' ένα χαμόγελο ’ς τα χείλη κ' η λαλιά της. Αστράφτουνε, λαμποβολούν τριγύρω ’ς τη Δαμάστα Άλλοι στρωμένοι κατά γης, άλλοι το διπλοπόδι, Περήφανοι, σιωπηλοί, τρακόσιοι αντρειωμένοι.

Να το γκρεμίση από τα θεμέλια του το χαμηλόσπιτο που εγεννήθηκε και που τ' άφηκε μαζί με την τέχνη και με τ' αργαστήρι ο σχωρεμένος ο πατέρας του ο γέρω Αζώηρος, και να χτίση απανουθιό του μεγάλο κι αρχοντικό σπίτι, σεράι ολάκερο με τρία και με τέσσερα πατώματα.

Να το γκρεμίση από τα θεμέλια του το χαμηλόσπιτο που εγεννήθηκε και που τ' άφηκε μαζί με την τέχνη και με τ' αργαστήρι ο σχωρεμένος ο πατέρας του ο γέρω Αζώηρος, και να χτίση απανουθιό του μεγάλο κι αρχοντικό σπίτι, σεράι ολάκερο με τρία και με τέσσερα πατώματα.

Η αγάπη ακέρηου του λαού την έτρεφε σαν γάλα, Σαν γάλα, 'σαν σταλαμματιά και 'σαν αχτίδες ήλιου. Νυκτόημερα εμεγάλωνε κ' έπαιρνε νειάτα, μάγια. Όσο που επέρασαν χρονιαίς κ' έφεξε μιαν αυγούλα Που μας την πήρε ο Μόσκοβοςτο βασιληά του νύφη. Ο ανθός οπού εγεννήθηκε για να τον τρέφη ο ήλιος 'Σάν έχασε τον ήλιο του δεν έζησε, εμαράθη.

Κι' αυτή, η γουρουνοποδαρούσα η μάνα του, αυτή η πρωτάρα, η στερεμμένη, αυτή η λεχώνα η λοχεμμένη!... Ειμπορείς, μαμμή, να την καρυδοπνίξης, κειδά που θα ψοφολογήση, στο κρεββάτι της, να στραμπουλήξης με τη χεράρα σου και της κλήρας το λαιμό, να πούμε πως εγεννήθηκε πεθαμμένο το παιδί, και πως η μάνα ετελείωσε, καθώς κάθισε στα σκαμνιά, ειμπορείς;

Εγνώριζα καλά τον Μανωλιό. Ήταν παιδί μάλαμα, κάστρο καρδιά· δουλευτής τίμιος. Έκαμε χρόνο στο μπρίκι μου και λόγο δεν άλλαξα μαζί του. Η ματιά μου προσταγή· ο λόγος μου δουλειά του. Ήταν κ' εκείνος από τ' αποπαίδια της τύχης. Μόλις εγεννήθηκε ηύρε τα βάσανα εμπρός του. Λάμια τον εκαρτέραγεν η δουλειά, σίδερα η ανάγκη, θολό ποτάμι του γονιού το αμάρτημα.