United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα ψυχρά των χείλη εζητούσαν τα ιδικά μου. Επάθαινα δύσπνοιαν από το βάρος του πλήθους αυτού. Αηδία, την οποίαν καμμία λέξις εδώ κάτω δεν ημπορούσε να χαρακτηρίση, εφούσκωνε το στήθος μου και βαρείες αναθυμιάσεις μου επάγωναν την καρδιά. Ένα λεπτόν ακόμη και επείσθην ότι τα βάσανά μου θα ελάμβανον τέλος. Ησθάνθην σαφώς ότι το σχοινί ήρχισε να ξετεντώνεται.

Αδυνατισμένοι από την κακοπάθειαν και αποκαμωμένοι από την βίαν της φυγής και τον δρόμον, μόλις εκάθοντο διά ν' αναπαυθώσι, και αμέσως επάγωναν και δεν ήσαν πλέον ικανοί να σηκωθώσι και να κινηθώσιν, αλλ' απέθνησκον εις την οποίαν ήθελον ευρεθή στάσιν.

Λαχτάρησα σαν νάπεσετα σωθικά μου σπίθα. Κι' όσο που η μέρες πέρναγαν γενόνταν φλόγα η σπίθα, Κ' η φλόγα μ' έκαψε βαθηά, όμως με τέτοια γλύκα, Οπ' άλλαξα με μιας ζωή· εθάμπωνε η ματιά μου Από μια λάμψι, γκαρδιακή και παραδείσια λάμψι, Σαν κύτταζα τα μάτια της· σαν μου χαμογελούσε Έλεγα γη πως δεν πατώ, πως περπατώ τα ουράνια· Τα αίματά μου επάγωναν σαν κάθονταν σιμά μου Κ' έτρεμα σαν τον κάλαμο σαν μ' έπιανε απ' το χέρι· Και τα τραγούδια των πουλιών για εμέν' αλλάξαν τότες, Άλλαξε το μουρμουρητό της λαγκαδιάς, της βρύσις.

Γλώσσαι πυρός απειλητικαί εξήρχοντο από το μόνον παράθυρον του καιομένου δωματίου και αφού κατέφαγαν τους παραστάτας, οπού ετριζοκοπούσαν απαίσια, εγλυστρούσαν επάνω εις το ασβεστόχρισμα των τοίχων, ζητούσαι νέαν τροφήν. Φωναί φρίκης οξύταται, σπαρακτικαί επάγωναν το αίμα εις τας φλέβας των θεατών, αδυνατούντων να δώσουν χείρα βοηθείας οιασδήποτε.