United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πιεζόμενος υπό απεριγράπτου φρίκης και τρόμου, ησθάνθην την καρδίαν μου συγκοπτομένην και τα μέλη του σώματος μου απονεκρούμενα· αλλ' επί τέλους ανέλαβα το θάρρος μου, σκεφθείς ότι η Ροβένα έζη και ότι ηπατήθην εκλαβών αυτήν ως αποθανούσαν, πάραυτα δε επεμελήθην κατά καθήκον όπως την επαναφέρω εις την ζωήν· επεδόθην δε εις τούτο όλως μόνος, διότι, μη έχων υπηρέτας πλησίον μου, δεν ηδυνάμην και να τους καλέσω, επειδή ουδ' επί στιγμήν ενόουν να ανέλθω εκ του θαλάμου, η δε φωνή μου δεν έφθανε μέχρι των δωμάτων των.

Αι αδελφαί μου περιεκύκλωσαν την μητέρα κλαίουσαι, ο δε πατήρ μου έκρυψεν εντός των χειρών το πρόσωπον, και η Ανδριάνα έδακνε τα δάκτυλα της, κ' εγώ ησθάνθην την καρδίαν μου αναβαίνουσαν εις τον λαιμόν μου, και τους οφθαλμούς μου θολούς, και ήτο γενικός ο θρήνος και ο κοπετός υπό την ελαίαν, ήτις μας εσκίαζεν.

Σωκράτης Μόλις έμελλον, καλέ μου, να περάσω τον ποταμόν, ησθάνθην το δαιμόνιον, το σημείον το οποίον γίνεται συνήθως εντός μου και το οποίον πάντοτε με συγκρατεί, να μη κάμνω ό,τι σκοπεύω, και φωνήν ενόμισα ότι ήκουσα από τούτο εδώ το μέρος, η οποία δεν με άφηνε ν' αναχωρήσω προτού εξαγνισθώ ωσάν να ημάρτησα κατά τι εις το θείον.

Ανέβηκα εις τον Όλυμπον και αφού έκαμα μίαν προμήθειαν τροφών όσον το δυνατόν ελαφροτέραν εξεκίνησα κατ' ευθείαν προς τον ουρανόν. Κατ' αρχάς μ' εζάλιζε το ύψος, αλλ' έπειτα συνείθισα. Όταν δε έφθασα εις την σελήνην, πολύ υπεράνω των νεφών, ησθάνθην ότι είχα κουρασθή, μάλιστα εις την αριστεράν πτέρυγα, την γυπίνην. Επλησίασα λοιπόν εις την σελήνην και εκάθησα διά ν' αναπαυθώ.

Δόξα τω θεώ, έχω σήμερον να σου γράψω και κάτι άλλο, εκτός χορών και εσπερίδων· τόσον δε περισσότερον χαίρω, ότι με ηυνόησεν αυτήν την φοράν η τύχη, όσον γνωρίζω, πόσον ενδιαφέρεσαι εις φιλολογικάς ομιλίας, και πόσον σ' αρέσκει η καλή και αληθής μουσική. Επιχειρώ λοιπόν να σου μεταδώσω ατελώς την ευχαρίστησιν, την οποίαν ησθάνθην την παρελθούσαν εβδομάδα εκ φιλολογικής μελέτης, την οποίαν απήγγειλε την εσπέραν της τετάρτης ο κύριος Γ. Βερναρδάκης εν τω φιλολογικώ συλλόγω

Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ' ήτο ανακούφισις και αναψυχή. Ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον ή εφ' όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο . . . Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν έν όνειρον, το ίδιον όνειρόν του . . . Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε.

Αλλά τότε αιφνιδίως η πλέον θανάσιμος σκοτοδίνη με κατέλαβεν· ησθάνθην όλον το νευρικόν μου σύστημα να συνδονήται, ως να ευρίσκετο εις επικοινωνίαν με ηλεκτρικήν συστοιχίαν, και τα αγγελικά οράματα μετεμορφώθησαν εις φάσματα κενά εννοίας, εις φάσματα από φλόγας, από τας οποίας ορατώς δεν ημπορούσα να ελπίζω καμμίαν βοήθειαν.

Καλότυχοι όσοι επρόφθασαν να καταλάβουν κλίνας! είπον κατ' εμαυτόν, και ησθάνθην την περιέργειαν να μάθω τις η πολυμελής οικογένεια, ήτις έπρεπε να συνίσταται τουλάχιστον εκ τριάκοντα ηλικιωμένων προσώπων, εάν υποθέσωμεν, ότι εις έκαστον αυτών ανελόγει έν κιβώτιον. Εν τούτοις τοιαύτη τις συμπαγής συνοδία δεν εφαίνετο επί του καταστρώματος.

Μετ' ολίγας στιγμάς ησθάνθην αυτόν πλησιάσαντα εις δειλόν τινα και ωχρόν κύριον, ούτινος η μαραμμένη μορφή ενέφαινε κάματον, ανησυχίαν, και πεζότερόν τι ίσως έτι συναίσθημα, το της πείνης. Τις οίδε πόσην ώραν είχεν ο ταλαίπωρος να φάγη. — Λοιπόν, κυρ Θοδωράκη, δεν θα κάμωμεν τίποτε; ηρώτησεν επαγωγώς μειδιών ο κυρ Γιάννης. Δεν θα μου δώσης ένα δεκάρι εις τα σαρανταεννηά;

Τούτο, απεκρίθη με φοβεράν φωνήν ο αντίπαλός μου, είνε ο λάκκος όπου θα σε ρίψουν μετά δύο λεπτά! Κάθε άνθρωπος τον όποιον εγγίζει το σπαθί μου είνε καλός διά θάψιμον. Κάμε γλήγορα την τελευταίαν σου προσευχήν. »Ταύτα ακούων και θεωρών τον λάκκον, τον έτοιμον να με καταπίη, ησθάνθην την καρδίαν μου να γεμίζη όχι από φόβον, αλλ' από φοβεράν οργήν, προ πάντων κατά της αδικίας.