United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο παππούς, ο οποίος χονδρά μόνον καλάθια ήξευρε να πλέκει, απόρησε με την επιτηδειότητα της εγγονής του, όταν του έφερε να ίδη το πρώτον της αυτό έργον. Ένα βράδυ, αφού καληνύχτισε τον παππού της η Φωτεινή, τον ηρώτησε. Με αφήνεις αύριον το πρωί να 'πάγω με την Σπίθα μέσα εις την πόλιν;

Άκουσα πως σα με φάσκιωσε και με κρατούσε στα χέρια της η μαμμή, έβλεπα το λυχνάρι, και στήλωνα τα μάτια μου κατά το φως. Αυτό δε μου φαίνεται και παράξενο. Το παράξενο είναι που σα μεγαλώσουμε δεν έχουμε τόση γνώση. Χρόνια και χρόνια μπορεί να μένη λαός στο σκοτάδι, και σπίθα να δη, σφαλνά τα μάτια του. Κι αλλοί στον που τίναξε τη σπίθα στη μέση!

Είνε μακρυά, παιδί μου, απ' εδώ η πόλις και η Σπίθα, αφ' ότου απέκτησε το γαϊδουράκι της, έγινε ζώον πεισματάρικο· επειδή δεν με βλέπει πλέον εμένα έξω, δεν εννοεί να υπακούση εις κανένα. Πριν έλθης, είχα στείλει με αυτήν ένα χωριατόπαιδο να μου φέρη τον γιατρό, αλλά το έρριψετον δρόμον κ' εγύρισε πίσω με κλάματα.

Αν είχαμεν ολίγην φωτιάν εις αυτόν εδώ τον αγριόκαμπον, θα ήτον ωσάν την καρδιάν ενός παραλυμένου γέρου: — μια μικρή σπίθα εις ένα μέρος και όλον το επίλοιπον σώμα παγωμένον. — Κύτταξε εκεί! Μια φωτιά περπατεί κ' έρχεται κοντά μας. ΕΔΓΑΡ Δαιμόνιον είναι αυτό που έρχεται! Το βλέπεις; Εβγαίνει έξω, αφού σημάνη ο εσπερινός, και περπατεί έως, να πρωτοκράξη ο πετεινός.

Κι' όμως όταν χαϊδεύονται από γυναίκες που κλάψανε πολύ, όταν κοιμώνται στα γόνατα των προδομένων απ' τη μοίρα, οι γάτοι αφίνουν την καμπύλη της ράχης των να γλυστρά με ηδονή κάτω απ' το χάδι της αδυναμίαςκι' ανάβει στο ηλεκτρικό τρίχωμά των η ηθική σπίθα! Η Μόσχω η Μοσκούλα ξύπνησε με τον Αυγερινό.

Αυτά λέγαμε στον νου μας διά σας, και κατά πρώτον Σας εδώσαμε μια σπίθα εκ των τόσων μας των φώτων Μετ' ολίγον μίαν άλλην κι' άλλην μίαν, και κατόπιν Πλημμυρήσαμεν με φώτα την αγράμματον Ευρώπην. Με αυτόν τον τρόπον πλέον όλοι σεις οι αμαθείς Και χωριάται Ευρωπαίοι εφωτίσθητε ευθύς.

ΝΕΟ ΙΔΑΝΙΚΟ. Και άμα βγάλουμε από τη θύμησή μας για πάντα την Πόλη και το Βυζαντινό κράτος, και ξερριζώσουμε τη μικρή σπίθα της ελπίδας που τρεμολάμπει ακόμα, τι θα απομείνει στην ψυχή του Έθνους; Ποια ιδέα θα πάρει τη θέση της Μεγάλης Ιδέας; Ποιο είναι το ιδανικό που θα βάλει το έθνος να σαλέψει πάλι, να ζωντανέψει, να κουνηθεί σύσωμο προς κάποια διεύθυνση;

Και τον πάγο και τους βράχους αφτούς εδώ θα τους διής να κορώσουν, άμα τους βάλης σπίθα παρμένη από μέσα από την καρδιά σου. Όλα τάχω παρατηρημένα. Έτσι μόνο, για τούτο μοναχά το λόγο, με μιας κατάλαβε η Λέλα. Πες το, φως μου, σαν που το είπες εκείνη τη νύχτα, πες το, Λέλα, να το ξανακούσω. Όχι! μάρμαρο δεν είταν· την ψυχή της, άκουσα την ψυχή της που μου μιλούσε.