United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Υπερασπίζομαι τα δικαιώματά μου και όλες οι γυναίκες θα είναι με το μέρος μου. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κ' εγώ σε συμβουλεύω να φύγης από μπροστά μου και να δώσης τόπο στην οργή μου! ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Σε πολύ κακή στιγμή ήρθε. Είχα ένα σωρό ώμορφα λόγια να πω. Ποτέ δεν είχα τόση ευφυία. Τι είν' αυτό πάλι; ΚΟΒΙΕΛ Δεν ξαίρω, κύριε, αν έχω την τιμή να με γνωρίζετε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Όχι, κύριε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Εμένα; ΚΟΒΙΕΛ Μάλιστα.

ΕΡΩΣ. Σήκω, γενναίε Αντώνιε· η βασίλισσα πλησιάζει· η κεφαλή της είναι γυρμένη· ο θάνατος είναι επάνω της και μόνη η παρηγοριά σου δύναται να την σώση. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εκηλίδωσα την τιμήν μου διά της αισχράς φυγής μου. ΕΡΩΣ. Η βασίλισσα, στρατηγέ.

Όπως θέλεις την ανοίγεις· και ήτε μείνης, ήτε φύγης, πώς να σου εναντιοθώ; Παρηγόρα με καν σ' ένα, τον πιστό σου δούλο εμένα, που θερμότατα ποθώ. Όρκον Έρωτα σου κάνω, στης σαγίταις σου απάνω, όρκο μέγαν και φριχτό, Υποφέρω κάθε άλλη τυραννία σου μεγάλη, και ποτέ να μη κλαυτώ.

Έφερε την αγγελία ότι πλοίον Ψαριανόν μας επερίμενεν εις έρημον λιμενίσκον όχι μακράν του χωρίου, και ήτο έτοιμος ο χωρικός να μας οδηγήση αμέσως προς αυτό. Η νυκτερινή ώρα, ο φόβος των Τούρκων, η άγνοια του μέλλοντος, οι κίνδυνοι της φυγής, η ανάμνησις των πρώτων ματαίων περιπλανήσεων, πολλούς δισταγμούς την ώραν εκείνην εγέννησαν.

Έτσι την είχε δει την μέρα της φυγής, ακίνητη εκεί πάνω, όμοια με καπετάνιο που εξερευνά με το βλέμμα το μυστήριο της θάλασσας… Πόσο βαραίνουν αυτές οι αναμνήσεις! Βαραίνουν σαν τον κουβά γεμάτο με νερό που τραβάει προς τα κάτω, προς το πηγάδι.

Κι όμως, θυμόταν εκείνο το γέλιο, εκείνο το πρόσωπο σκυμμένο επάνω του, εκείνη τη σκιά κι εκείνο το τρεμάμενο φως τριγύρω, και η καρδιά του χτυπούσε, χτυπούσε και πήγαινε να σπάσει. Η Λία, όπως ήταν τη νύχτα της φυγής, στεκόταν μπροστά του. «Κάτι ακόμη και τελειώσαμε.

Είμαι βέβαιος πως όταν έπαιρνες την απόφαση να φύγης από το σπίτι σου, νόμιζες εύκολη τη ζωή μέσα στον κόσμο. Το πως θα γύριζες όμως πάλι εδώ το φανταζόμουνα από την πρώτη στιγμή που έφυγες. ΣΤΑΥΡΟΣ Κι ως τόσο εσείς μου μηνύσατε.

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. ωστόσο και ο γιδοβοσκός Μελάνθιος ήλθε κ' είχε δύο βοσκούς κατόπι του, 'που ωδήγαν διαλεμμένα ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς να φάγουν οι μνηστήρες. 175 εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω και αυτός πικρά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα· «Ξένε, 'ς το δώμ' ακόμη εδώ θε να μας βασανίζης, ολόγυρα ζητεύοντας, κ' εδώθε δεν θα φύγης; την φορά ταύτην άσφαλτο δεν θέλει χωρισθούμε 180 πριν συγκρουσθούν οι γρόνθοι μας· ότ' είσ' αισχρός ζητιάνος· κ' είναι και αλλού των Αχαιών τραπέζια, να πηγαίνης».

Διότι εγώ ο οποίος ήξευρα καλά την σύγχυσιν που επικρατεί εις το σπίτι σου και την διχόνοιαν μεταξύ σου και της γυναικός του Έκτορος, θα ημπορούσα να περιμένω τι θα κάμης, αν δηλαδή θα μείνης εδώ ή αν φοβηθείσα την αιχμάλωτον θα ήθελες να φύγης. Αλλά ήλθα εγώ ο ίδιος, χωρίς να περιμένω να μου μηνύσης, και αν απεφάσιζες, όπως δείχνουν τα λόγια σου, να σε πάρω απ' εδώ.

Οι πλησιέστεροι εκ των εχθρών, οι οποίοι είχον εννοήσει την αναχώρησιν και ήσαν έτοιμοι, μόλις είδον τους Έλληνας αναχωρήσαντας, εμβαίνουν εις τους εγκαταλειφθέντας προμαχώνας και βάλλουσι φωτίαν εις τας καλύβας διά να δώσωσιν ευκολώτερον και εις τους λοιπούς Τούρκους την είδησιν της φυγής.