United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Υπήρχαν το λοιπόν μίαν ημέραν τινές και είπαν της Ρεσπίνας, ότι ήταν εκεί έξ ξένοι οι οποίοι εζητούσαν να της μιλήσουν, από τους οποίους ένας ήτον τυφλός, ένας παραλυτικός, άλλος υδρωπικιασμένος, και άλλος τρελλός. Αυτή ευθύς επρόσταξε να τους φέρουν έμπροσθέν της, επειδή και αυτή η ιδία με τα χέρια της έδιδε το ιατρικό εις τον καθ' ένα, και διά τούτο όλοι έπρεπε να παρασταθούν εμπρός της.

Μερικοί από τους προεστούς, που ήσαν φίλοι του, επήγαν και ενώθηκαν με αυτόν και εζητούσαν διά να βασιλεύση αυτός, όθεν έγιναν δύο σχίσματα· άλλοι ήθελον αυτόν, και άλλοι εμένα· τέλος πάντων τόσον έκαμε, που όλος ο λαός έτρεξε προς αυτόν, και με άφησαν εμένα χωρίς συνδρομήν.

Ο δε βασιλεύς ακούοντας αυτήν την βαρβαρότητα και σκληρότητα του Μωβαβάκ έδωσε διαταγήν να συναχθούν όλα του τα στρατεύματα διά να κινήση κατά πάνω του· μα τον καιρόν που ετοιμάζοντο, ήλθαν είδησις από τους Ναϊμάνους, ότι ο Μωβαβάκ ο θείος μου απέθανεν από μίαν αρρώστιαν και πως εζητούσαν εμένα διά να με ξανακυρώσουν εις τον θρόνον μου.

Η μάνα της την είχε πολύτιμη παρακαταθήκη του αντρός της· Στα σκοτεινά την έλουζε στ' άφεγγα την έπλεκε. στ' άστρι και τον αυγερινό έφτιανε τα σγουρά της. Όταν έγινε δώδεκα χρονών ήρθαν προξενητάδες και την εζητούσαν νύφη στη Βαβυλώνα. Η μάνα και τα οχτώ αδέρφια δεν ήθελαν να την δώσουν τόσο μακριά· δεν ημπορούσαν να υποφέρουν τον αποχωρισμό της.

Εγώ ακούοντας την ευγλωττίαν της και βλέποντας την ευμορφιά της έκλινα εις το ζήτημά της και την εστεφανώθηκα, και ευθύς ανεχωρήσαμεν με το ίδιον πλοίον. Αλλ' οι αδελφοί μου βλέποντας την ευτυχίαν μου τόσον εις το κέρδος, όσον και εις το συνοικέσιον, με εφθόνησαν και εζητούσαν τρόπον να με θανατώσουν.

Κι ο Δάφνης δε μπορούσε νάχη παράπονο για τα λεγούμενα. Επειδή όμως έμενε πολύ πίσω από όσους εζητούσαν τη Χλόη, έκανε το συνηθισμένο στους φτωχούς αγαπητικούς: Έκλαψε και παρακαλούσε πάλι τις Νύμφες να τόνε βοηθήσουν.

Το βράδυ η Δειλνολβάτζη και μου άνοιξε τον τάφον, και λαμβάνοντας τες φυσικές μας μορφές, εκινήσαμεν διά να έλθωμεν εις την χώραν της Θέμπας, εις την οποίαν ευθύς που εφθάσαμεν, ηύραμεν τους προεστούς των Ναϊμάνων, που είχαν έλθει διά να δώσουν της βασίλισσας συμβίας σου την είδησιν διά τον θάνατόν μου, και πως εζητούσαν να την ξαναβάλουν εις τον θρόνον της.

Όταν έφθασαν λοιπόν αυτοί οι ξένοι εις το παλάτι της, δύο δούλοι της τους έφεραν εμπρός εις την βασίλισσαν, η οποία είχε σκεπασμένον το πρόσωπόν της με ένα πανί ψιλόν· οι ξένοι έπεσαν εις τους πόδας της και της εζητούσαν έλεος. Αυτή προστάζοντάς τους να σηκωθούν τους ερώτησε τι ήθελαν και από τι τόπον ήτον.

Τώρα στο χωριό ποιον να πάρη; Κανείς δεν της εταίριαζε καλά-καλά, ενώ στη χώραν την εζητούσαν αρχοντόπουλα. Συγχρόνως η χήρα κατεσκόπευε με λαθρέα βλέμματα την Πηγήν, ήτις έχουσα τογκώδες έλιγμα του υφάσματος επί της κεφαλής και οπισθοβατούσα, το εξεδίπλωνεν ολίγον κατ' ολίγον προ αυτής και το ήπλωνεν επί του δώματος, διά να στεγνώση.

Γαμβρός υποψήφιος ήτο κάποιος νέος, λαμπρός υφ' όλας τας επόψεις, φίλος δε οικογενειακός μας παρεκλήθη να ενεργήση υπέρ ημών. Αλλά και άλλα σπίτια τον εζητούσαν και όσον ο καιρός παρήρχετο τόσον η αγωνία μας ηύξανε, διότι εφοβούμεθα μην αποτύχωμεν.