United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αγάπησα το πρόσωπο της θάλασσας, τους κόρφους, τα νησιά, τους θυμούς και τη γαλήνη της, μα τους θησαυρούς του βυθού της όχι· ποτέ! Από μικρός αισθανόμουν ανίκητη αηδία και τρόμο παράξενο εμπρός σε μια μηχανή. Δεν ξεύρω πώς μου εφαινόταν, δεν θυμούμαι πώς την επαρόμοιαζα, όχι όμως ποτέ με πλεούμενο, ευχή του θεού και καμάρι της θάλασσας.

Ήτανε κι' άλλοι ανθρώποι στο χωριό στραβομύτες, στραβοσάγονοι, κεφαλάδες κι' αλλοίθωροι. Μα η ασχημιά του ανθρώπου αυτουνού ήτανε άλλο πράμα. Ούτε ζωντανό κανένα, ούτε πετούμενο, ούτε ψάρι ματαστάθηκε ποτέ τόσο άσχημο. Ήτανε μοναδικός στον κόσμο. Οι ανθρώποι στο δρόμο σταματούσαν και τον κύτταζαν. Τον κύτταζαν όχι πια με περιέργεια, με αηδία ή με συχαμό.

Αλλ' αφού δεν έφερον κατά του Ιησού αποδείξεις ή μαρτυρίας, ο Πιλάτος, εις ου όλην την γλώσσαν και την συμπεριφοράν είνε καταφανής η αηδία, φαρμακευομένη διά του φόβου τον οποίον οι Ιουδαίοι ενέπνεον αυτώ, καταδέχεται να λάβη υπ' όψιν την τρίτην κατηγορίαν μόνον, και θέλει να δοκιμάση αν ο υπόδικος θα ομολογήση τίποτε.

Όχι νάρχεστε του λόγου σας, με τα μισά σας τα μυαλά, να μας μιλήτε για μισή γλώσσα, να προφασίζεστε μάλιστα ποίηση, να προφασίζεστε τρελλή, αχαλίνωτη, ακράτητη φαντασία, εμάς να το λέτε, εμάς να μας το μάθετε, ποίηση και φαντασία τι θα πη, και να φωνάζετε πως βαστάτε την Ομορφιά, βαστώντας κουρελλιασμένη κούκλα στο χέρι. Αηδία.

Αλλά την ώρα που εξεψύχαε δεν είχεν άλλη κληρονομιά να κάμη παρά τον ίδιο λόγο: Να μη σ' αφήσω και γίνης σφουγγαράςΕφύλαξα την εντολή του πατέρα μου και δεν έγινα σφουγγαράς. Μα και τόρα που εγέρασα στ' άρμενα την ίδια αισθάνομαι αηδία εμπρός σε μια μηχανή. Δεν ξεύρω πώς μου φαίνεται όχι όμως ποτέ σαν πλεούμενο, ευχή του Θεού και καμάρι της θάλασσας.

Αλλ' εκείνη συνθλιβομένη επάνω του επέμενε: — Μάντευσε. Περιέβαλε με τους βραχίονάς της τον λαιμόν του Βινικίου και διά μέσου του πέπλου της εκόλλησαν τα χείλη της επί των χειλέων του. «Νυξ έρωτος! Νυξ τρέλλαςείπε πνευστιώσα. «Απόψε όλα επιτρέπονται· είμαι ιδική σου». Αλλά το φίλημα εκείνο υπήρξε δι' αυτόν νέα αηδία.

Και η λαμπρά αθλιότης, η αηδία η μεταξύ του ελεεινού τούτου λαού, που είναι εδώ μαζωμένος.! Η φιλοπρωτία μεταξύ αυτών, πώς αγρυπνούν και παραμονεύουν να περάση ο ένας τον άλλον ένα βηματάκι· τα αθλιότατα και ελεεινότατα πάθη ολοφάνερα.

ΝΕΑΝΙΑΣ Εγώ δεν σου χρωστώ, αν φόρο δεν επλήρωσες πεντακοσιοστό στην πόλι απ' τα χρόνια σου. Α' ΓΡΑΥΣ Μα τη θεά! μακάρι, να πέφτω να γλυκαίνωμαι με κάθε παλληκάρι. ΝΕΑΝΙΑΣ Αλλά εγώ με της γρηές αισθάνομ' αηδία, και δεν θα το δεχόμουνα ποτέ. Α' ΓΡΑΥΣ Ώ! μα τον Δία, με το στανιό τον κόπο θα λάβης, παλληκάρι μου. ΝΕΑΝΙΑΣ Και τάχα με ποιόν τρόπο;

Την καθαρέβουσα ο καθένας μπορεί να τη γράψη, και κατάντησε τόσο πρόστυχη γλώσσα, που είναι αηδία. Εμείς όμως είμαστε λίγοι. Κατωρθώσαμε πράματα μεγάλα. Ποια είναι αφτά; Τούτα δα, που γράφουμε την εθνική γλώσσα, εκείνη τη γλώσσα που ο λαός όλος την ξέρει και τη μιλεί δίχως λάθος, κι όμως γενήκαμε ένα είδος αριστοκρατία. Τώρα μάλιστα βγήκαμε και της μόδας.

Εύκολον ήτο να πολλαπλασιάσω επ' άπειρον τας παραθέσεις ταύτας• αλλ' ο καιρός μου λείπει και η αηδία με πνίγει, όταν αναγκάζομαι να καταβαίνω εις τοιαύτας οχληράς λεπτομερείας, διά ν' αποδείξω πράγματα και εις βλάκας ψηλαφητά.