United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά το μπάρκο του καπετάν Δρακόσπιλου εφαινόταν αφύσικο. Εκείνοι που ήσαν συγγενείς του κ' εκείνοι που δεν είχαν κανένα έπασχαν από το ίδιο αίσθημα. Του Γαλαξειδιού ο αέρας έχασε λέγεις τα ζωντανά του μόρια και φτωχός έφερνε σε όλους την ασφυξία. — Πού να είνε τάχα η «Παντάνασα»; ερωτούσε στο συναπάντημά του ένας τον άλλον. Στα καφενεία, στα κρασοπουλειά, στους ταρσανάδες η ίδια κουβέντα.

Θάλεγε κανένας ότι κι αυτό είχε πάρει από τη μαυρίλα των μαλλιών. Και στη Χλόη, που τον εκοίταζε, εφαινόταν όμορφος ο Δάφνης, και επειδή δεν τον είχε προσέξει πριν ότι ήτανε όμορφος, ενόμιζε πως το λουτρό ήτανε η αφορμή της ομορφιάς του. Κι όταν του έπλενε τις πλάτες ένοιωθε το κρέας του πιο μαλακό· και πολλές φορές άγγιξε κρυφά το δικό της για να δοκιμάση μήπως ήτανε τρυφερότερο.

Μα σιγάσιγά οι φωτεινές αχτίνες άρχισαν να ωχραίνουν, να συγχίζονται και τέλος να σβύνουν μια με την άλλη, λέγεις κ' έπαιρνε τα κάλλη μαζί της η Γοργόνα στην άβυσσο. Τόρα ούτε Στέμμα ούτε τόξο εφαινόταν πουθενά. Μόνον κάπου κάπου σκόρπια σύγνεφα έμεναν σταχτιά και κάτωχρα στον ουρανό· και μέσα στην ψυχή μου έτσι ωχρή και συγχισμένη έμεινεν η λαμπρή πορφύρα της πατρίδας μου.

Μωρέ, παιδιά, βουλιάζουμε! ακούω άξαφνα τη φωνή του καπετάνιου. Πηδάω έξω. Για πέντε λεφτά το νερό μας εκεφάλωσε. Ερριχθήκαμε πάλι ν' αρχίσουμε τον αγώνα. Αλλά τόρα δεν μας εφαινόταν βαρύς. Το καράβι όλο κ' επλάκωνε απάνω μας. Σε λιγάκι εφάνηκε ολόκληρο το σκαφίδι. Βέβαια είδε τη σημαία μας κ' ερχόταν να μας σώση. Αλλά δεν ξεύρω γιατί άξαφνα εκρύωσε η καρδιά μου. Κάτι ελάλησε μέσα μου.

Κι ο Δρύαντας, αφού σηκώθηκε και πρόσταξε να του παίξουνε βακχικό σκοπό, τους εχόρεψε χορό του τρύγου· κ' εφαινόταν πότε σαν να τρυγούσε, πότε σαν να κουβαλούσε κοφίνια, έπειτα σαν να επατούσε τα σταφύλια, κατόπι σαν να εγέμιζε τα πιθάρια και στο τέλος σαν να έπινε μούστο.

Τότε για να προφυλαχθή από τις δόλιες ξέρες επόδιζε η γολέτα. Μα ενώ λυσσασμένοι εβλαστημούσαμε που το εχάναμε, εκείνο εφαινόταν πίσω στο πίκι, να στυλώνη τα κρασάτα μάτια του κατά τον καπετάνιο με μίσος. Και μόλις εκείνος εξάμωνε το ντουφέκι, έρριχνε τη φωνή του βρυσιά και περιγέλασμα, κ' επετούσε κλωθογυρίζοντας εδώ κ' εκεί, μ' ένα πέταγμα τρεμουλιαστό και βαρύ και άταχτο σαν μεθυσμένο.

Ενώ λοιπόν αναγκαστικά έμεναν όλοι κλεισμένοι, οι ζευγολάτες κ' οι βοσκοί χαιρόντανε επειδή εγλυτώνανε για λίγο καιρό από τους κόπους και πουρνιάτικα φαγιά έτρωγαν κ' εκοιμόνταν πολλές ώρες, ώστε ο χειμώνας τους εφαινόταν κι από το καλοκαίρι, κι από το χυνόπωρο κι απ' αυτή την άνοιξη πιο γλυκός.

Αν έβλεπε κανένα μαραγκόν του ταρσανά στολισμένον, με γαλάζια γιαλιστερή βράκα, με το φέσι κατακόκκινο, και μακριά φούντα, έλεγε: «Κόρδα και φούντα, και τάσπρα, πούν' ταΑν επερνούσε καμμιά νειόνυφη, με ολόχρυσα κεντήματα και ποδογύρια, που η κορμοστασιά της δεν της εφαίνοταν τόσο νόστιμη: «Τι τέμπλα, τι ανέμη, θα 'πω; κουρμαντέλα, να μην αβασκαθή, το κορμί της!..»

Αγάπησα το πρόσωπο της θάλασσας, τους κόρφους, τα νησιά, τους θυμούς και τη γαλήνη της, μα τους θησαυρούς του βυθού της όχι· ποτέ! Από μικρός αισθανόμουν ανίκητη αηδία και τρόμο παράξενο εμπρός σε μια μηχανή. Δεν ξεύρω πώς μου εφαινόταν, δεν θυμούμαι πώς την επαρόμοιαζα, όχι όμως ποτέ με πλεούμενο, ευχή του θεού και καμάρι της θάλασσας.

Και αν τύχη καμμιά φορτούνα· αν μας κλείση ο τρελοβοριάς; ετολμούσε να ψιθυρίση κανείς ναύτης. Όλοι εγύριζαν και τον εκύταζαν με αγριεμένα μάτια: Μπα που να δαγκώση τη γλωσσά του! Κοτάει, μωρέ, ο βοριάς να φανή σε τέτοιο ομορφοκάραβο! Πίσω της όμως η «Παντάνασα» έβαλε όλους σε μεγάλη αγωνία. Τόσα καράβια ντόπια ήσαν παραδομένα στο κύμα και κανένα δεν εσυλλογιζόταν κανείς. Εφαινόταν φυσικό.