United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και προς τη μαύρη Ανατολή τραβιώνταν να κρυφτούνε, Δροσάτη αύρα αρχίναε τον κόσμο να χαϊδεύη, Οι στρατοκόποι ανάγκαζαν το κουρασμένο βήμα, Οι ζευγολάτες μόχταγαν και κένταγαν με πόνο.

Επειδή αφού είχανε να διαλέξουν ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, έβρισκαν πιο ωφέλιμη την ειρήνη. Κι ο πόλεμος των Μεθυμνιωτώνε και των Μιτυληνιών, που επήρεν αναπάντεχη αρχή και τέλος, έτσι ετέλειωσε. Μα για το Δάφνη και τη Χλόη έρχεται χειμώνας πιο πικραμένος κι από τον πόλεμο. Επειδή έπεσεν άξαφνα χιόνι πολύ κ' εσκέπασεν όλους τους δρόμους κι όλους τους ζευγολάτες τους έκλεισε τα καλύβια τους.

Δεξά ο κάμπος, μοιρασμένος από τους ζευγολάτες αδερφικάίσια και κανονικά τετράγωνα κομμάτια, αναχαράζει κι ακαρτερεί ώραώρα ταλέτρια και τα καματερά, να διαβούν από πάνω του και να τον οργώσουν.

Δεξά ο κάμπος, μοιρασμένος από τους ζευγολάτες αδερφικάίσια και κανονικά τετράγωνα κομμάτια, αναχαράζει κι ακαρτερεί ώραώρα ταλέτρια και τα καματερά, να διαβούν από πάνω του και να τον οργώσουν.

Και μόλις επήρε τις τρεις χιλιάδες δεν αργοπορούσε, μόνε σαν να ήταν ο πιο πλούσιος όχι μονάχα από τους ζευγολάτες του τόπου του παρά κι από όλους τους ανθρώπους, πηγαίνει αμέσως στη Χλόη και της διηγιέται τ' όνειρο, της δείχνει το πουγγί και την παρακαλάει να προσέχη τα κοπάδια, ως που να γυρίση· ύστερα τρέχει γλήγορα στο Δρύαντα και βρίσκοντάς τονε ν' αλωνίζη λίγο σιτάρι με τη Νάπη, του μιλάει με πολύ θάρρος για το γάμο: — Δος μου τη Χλόη γυναίκα.

Ενώ λοιπόν αναγκαστικά έμεναν όλοι κλεισμένοι, οι ζευγολάτες κ' οι βοσκοί χαιρόντανε επειδή εγλυτώνανε για λίγο καιρό από τους κόπους και πουρνιάτικα φαγιά έτρωγαν κ' εκοιμόνταν πολλές ώρες, ώστε ο χειμώνας τους εφαινόταν κι από το καλοκαίρι, κι από το χυνόπωρο κι απ' αυτή την άνοιξη πιο γλυκός.

Βλέπουμε κάθε είδους βοσκούς, ζευγολάτες, κηπουρούς, τρυγητάδες, ναύτες, κουρσάρους, στρατιώτες, νοικοκυραίους από την πολιτεία, δυνατούς αφεντάδες, σκλάβους. — Υπάρχουν ακόμη, είπα, όλοι οι βαθμοί της ανθρώπινης ζωής· από τη γέννηση ίσαμε τα γεράματα· κ' οι διάφορες οικιακές εικόνες, που φέρνουνε μαζί τους οι εποχές του χρόνου, περνούνε μία-μία εμπρός από τα μάτια μας.

Μα να φεύγουν οι φτωχοί ζευγολάτες από το χωριό τους για να παν στις πολιτείες και στην ξενιτιά, είτε για να πλουταίνουν είτε για να σπουδάσουν και να γίνουν μεγάλοι άνθρωποι, ― αυτό ποτέ δε βγαίνει σε καλό τους. Κανείς απ' αυτούς δεν έγινε ποτέ ούτε πλούσιος, ούτε βγήκε μεγάλος. Οι εξαίρεσες είναι τόσο σπάνιες, που μήτε λογαριάζονται.

Κ' εκεί που έλεγε τέτοια, κ' εστοχαζότανε τέτοια, ο Λάμπης ο γελαδάρης, αφού ήλθε άξαφνα μ' άλλους ζευγολάτες, την άρπαξε για να μη την παντρευτή πια ο Δάφνης και να προτιμήση εκείνον ο Δρύαντας. Αυτή λοιπόν την έπαιρναν φωνάζοντας λυπητερά· μα κάποιος που τα είδε τα εμήνυσε στη Νάπη κ' εκείνη στο Δρύαντα κι ο Δρύαντας στο Δάφνη.

Κ' εσένα σε ξέρω από τα μικρά σου, όταν έβοσκες σ' εκείνο εκεί το λειβάδι το μεγάλο κοπάδι των γελαδιών· κ' ήμουνα κοντά σου σαν έπαιζες το σουραύλι σιμά σ' εκείνες τις ήμερες βαλανιδιές, όταν αγαπούσες την Αμαρυλλίδα, μα δε μ' έβλεπες, αν και στεκόμουνα πολύ κοντά στην κορασιά. Στα ύστερα όμως σου την έδωκα και τώρα έχεις παιδιά, που είναι καλοί γελαδάρηδες και ζευγολάτες.