United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' εκεί που πλανιόντανε στα περίχωρα να μαζέψουνε λάφυρα, ξεχυρίζουν από την πόλη τους οι Ασημούντιοι, τους ρίχτουνται αναπάντεχα, σκοτώνουν πάμπολλους, ξελευτερώνουνε και τους σκλάβους που είχαν απ' αλλούθε πιασμένους. Τι λογής στήθος τους έδειξε ο καθαυτό στρατός δεν το καλοξέρουμε.

Ο Αμπτούλ, αφού και εσυνήλθε καλά εις τον εαυτόν του, δυναμούμενος από κάποια ιατρικά, που αυτοί του έδωσαν, τους ευχαρίστησε μεγάλως διά την ευεργεσίαν, που του έκαμαν, ύστερα τους ερώτησε, πώς αυτοί ήξευραν ότι ακόμη δεν είχεν αποθάνει; Η βεζυροπούλα του είπεν· ότι εγώ σαν ήκουσα την ψεύτικη φωνή του θανάτου σου δεν την επίστευσα, και υπώπτευσα πως ο πατέρας μου εστάθη η αιτία διά τα όσα ακολούθησαν· υποχρέωσα με δώρα έναν από τους δύο σκλάβους, που ήταν οι πιστοί του βεζύρη, ο οποίος μου έδωσε τα κλειδιά τούτου του κοιμητηρίου που αυτός τα εφύλαγε, και έτσι εμήνυσα του Αλή και επήρε δύο πιστούς του σκλάβους. και ευθύς ήλθαμεν διά να σε ελευθερώσωμεν, και ευχαριστούμεν τον ουρανόν, που σε εφθάσαμεν ζωντανόν.

&1876&, Στες 15 Αγιαντριά λημούριαξαν οι ρεντίφιδες Αρβανίτες το παζάρι των Γιαννίνων και στες 17 κάηκε το Ελληνικό Προξενείο. &1877, Θερτή 10&. Πέθανε ο αγαθώτατος Χουσνή πασάς. Τον έκλαψαν όλα τα Γιάννινα. &1878, Μάρτη 4&. Έφεραν 120 σκλάβους από την επανάσταση του Λυκουρσιού. Τους είχαν ζάρκους και δεμένους με την ελληνική σημαία τους μαζί. Τους έκλεισαν στα μπουτρούμια του Κάστρου.

Την ερχομένην νύκτα ο κακότροπος βεζύρης πέρνει δύο πιστούς σκλάβους, και πηγαίνει εις το κοιμητήριον και ανοίγοντάς το εμπήκε μέσα· και έβγαλε τον Αμπτούλ από το κιβούρι και του έδωσαν ένα πιοτόν, και ευθύς που το έβαλεν εις το στόμα εσυνήλθεν εις τον εαυτόν του ο Αμπτούλ, και ανοίγοντάς τα μάτια του είδε τον βεζύρην και τον εγνώρισεν.

Εκείνοι μας έγδυσαν και μας επήραν το ό,τι και αν είχαμεν, και αντί να μας κρατήσουν για σκλάβους, ή να μας απολύσουν, έτσι γυμνούς που μας άφησαν, ηθέλησαν να ξεδικήσουν τον θάνατον των συντρόφων τους με το αίμα μας. Όθεν οι βάρβαροι επέρασαν όλους τους ανθρώπους υποκάτω από τες λαβωματιές των σπαθιών τους, και κινούμενοι και εναντίον μου διά να μου κάμουν το ίδιον εφώναξα.

Εσύ ημπορείς να μου κάμης ότι σου αρέσει του απεκρίθη ο Αμπτούλ, μα τον θησαυρόν μου δεν θέλεις δυνηθή να τον ιδής ποτέ. Εν τω άμα που ετελείωσεν αυτά τα λόγια ο άνομος και κακότροπος βεζύρης, επρόσταξε τους σκλάβους του και τον έδειραν με βούνευρα τόσον, που τον έκαμαν τον δυστυχή και έπεσε λιπόθυμημένος.

Όντας λοιπόν το καράβι έτοιμον διά να μισεύση, απεχαιρέτησα τον Αμπίμπη, και παίρνοντας τη Γαντζάδα κρυφίως διά νυκτός ήλθαμεν εις το καράβι ομού με μερικούς σκλάβους, οι οποίοι έφερναν τα διαμαντικά της και εκείνην την ιδίαν νύκτα εμισεύσαμεν. Εφθάσαμεν το λοιπόν ύστερον από ένα μακρυνόν ταξείδι, όμως χωρίς κίνδυνον εις την Μπάφραν καθώς επιθυμούσαμεν.

Και δεν απέρασε πολύς καιρός που έφθειρεν όλην του την περιουσίαν· έπειτα εστάθη στενεμμένος από την αφροσύνην του να πουλήση τα παλάτια του και τους σκλάβους του, και από ολίγον κατ' ολίγον ήλθεν εις μεγάλην δυστυχίαν, η οποία επροξένησε μεγάλην ευχαρίστησιν προς τους εχθρούς του.

Ο Αμαδεδίν που αληθώς με αγαπούσε, δεν έπαυσε να με παρακινήση να αλλάξω αυτήν την απόφασιν, μα τον έκαμα να καταλάβη ότι άκαιρα χάνει τους λόγους του. Άφησα λοιπόν τον Αμαδεδίν εις τον θρόνον του Μουσούλ, και συντροφιασμένος μοναχά με ολίγους σκλάβους, έφθασα εις το Μπαγδάτ με πολύ χρυσίον και πετράδια, ήγουν διαμάντια.

Έπειτα από πολλές χαροποίησες και ηδονές μου εδιώρισεν έναν ωραιότατον οντά διά να υπάγω να αναπαυθώ· εις τον οποίον επρόσταξε διαφόρους σκλάβους, διά να έλθουν εκεί να με δουλεύσουν εις τα όσα μου έκαναν χρείαν. Οπόταν δε ευρέθηκα μοναχός εις τον οντά, άρχισα να στοχάζωμαι επάνω εις την κατάστασιν την οποίαν ευρίσκομαι.