United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όσα είχαν γλιτώσει, λίγο μαδημένα, έμοιαζε να σκύβουν για να δουν τους νεκρούς συντρόφους τους, χαϊδεύοντάς τους με τα τραυματισμένα φύλλα τους. «Πάρτε λίγα σταφύλια, μπαρμπα-Έφις», του είπε το αγόρι, αποχαιρετώντας τον σκεφτικό: «εάν ο ντον Πρέντου σας ξαναστείλει εδώ θα είμαι ευχαριστημένος. Θα περνάμε τον καιρό λέγοντας ιστορίες. Πηγαίνετε στην Γκριζέντα να της πείτε χαιρετίσματα

Κ' ενώ τούτοι έκαναν αυτά, ήλθεν από την πολιτεία δεύτερος μαντατοφόρος κ' επρόσταξε να τρυγάνε τ' αμπέλια το γληγορότερο· κι αυτός είπε, θα μείνη εκεί όσο που να κάμουνε τα σταφύλια μούστο, κ' ύστερα γυρίζοντας στην πολιτεία θα φέρη τον αφέντη, όταν πια θα είναι ο χυνοπωριάτικος τρύγος.

Α' ΑΝΗΡ Τι λες! μ' αυτό το νόμισμα κ' εγώ εχαντακώθηκα• γιατί σταφύλια πούλησα και με χαλκό μπουκώθηκα, κ' ετράβηξα στην αγορά αλεύρι ν' αγοράσω• όταν, την ώρα που άνοιγα το σάκκο να το μπάσω, λέει ο κήρυξ: «Το χαλκό να μη παραδεχθούμε, κι' ασήμι μόνον του λοιπού θα μεταχειρισθούμε».

Ο άντρας έβγαλε το σκούφο. «Μπαρμπα-Έφις!», φώναξε το αγόρι και ξανάρχισε να παίζει, μιλώντας και γελώντας ταυτόχρονα. «Μα εσείς δεν πεθάνατε; Κάποιοι έλεγαν πως πήγατε στην Αμερική και γίνατε πλούσιος και πως στέλνατε πολλά λεφτά στις κυράδες σας. Τώρα ο φύλακας εδώ είμαι εγώ. Εάν θέλω να σας διώξω σαν κλέφτη, μπορώ να το κάνω. Δε θα το κάνω όμως. Θέλετε σταφύλια; Πάρτε.

Εμπρός στη στάνη του Δρύαντα και κάτου από το φράχτη της ήτανε δυο μεγάλες σμερτιές και κισσός είχε φυτρώσει· οι σμυρτιές ήτανε η μια κοντά στην άλλη κι ο κισσός ανάμεσα στις δυο, ώστε απλώνοντας σε καθεμιά τα κορφοβλάσταρά του σαν κλήμα με τ' απαναπανωτά φύλλα του έφτιανε είδος σπηλιάς· και τα τσαμπιά πολλά και μεγάλα, σαν σταφύλια από τα κλήματα, κρεμόντανε.

Δεν επέτρεπον όμως να δρέπωμεν τους καρπούς και αν επεχειρούμεν να κόψωμεν σταφύλια, ησθάνοντο πόνον κ' εφώναζαν.

Πράσινα αμπέλια αλλού με κίτρινα σταφύλια, Κίτρινα σαν φλουριά, κ' έμμορφα κοπελλούδια Που 'μπαίνουν με πλεχτά καλάθια και τρυγάνε. Γάμον αρχοντικόένα χωριό πλουμίζει Με νύφην, με γαμπρό, με φλάμπουρα, με ψίκι.

ΔΗΜΗΤ. Λάβετε τους θησαυρούς της γης, την αφθονία· αποθήκες γιομάτες πάντα, αμπέλια φορτωμένα σταφύλια, δένδρα βαϊσμέν' από τώμορφο βάρος· η άνοιξη για σας να προφθάση εις τα τέλη του φθινόπωρου· η σπάνη και η χρεία να μην έρθουν κοντά σας ποτέ· ιδού απάνω στην κεφαλή σας της Δήμητρας ή ευχές. ΦΕΡΔΙΝ. Τούτο είναι λαμπρότατο θέαμα, κ' η αρμονία του μαγεύει. Μπορώ να τα στοχαστώ, πνεύματα;

Και πότε θα κόψουμε, θεια, τα σταφύλια; εφώναξε το αγόρι. Δεν πάμε τώρα στ' αμπέλι να τα κόψουμε; — Όχι τώρα, γυιε μου, ταχιά. — Ταχιά τοταχύ; είπεν ο Γεώργης. — Ναι, γυιόκα μου.

Αν είσ' εσύ ο Κωσταντής, αν είσ' εσύ ο καλός μου, Πε μου σημάδια του σπιτιού κι' απέ να σε πιστέψω. — Έχομε σπίτι τρίπατο και κλήμα στην αυλή μας, Κάνει σταφύλια ροζακιά με ρόγες σαν καρύδια. — Κάποτ' απ' έξω πέρασες και τα είδες σα διαβάτης· Πε μου σημάδια του κορμιού κι' απέ να σε πιστέψω. — Έχεις ελιά στα στήθια σου και στη δεξιά σου πλάτη.. — Εσ' είσαι ο Κωσταντάκης μου, εσ' είσαι κι ο καλός μου!