United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η περιουσία σας που τη ρίξατε στους πέντε δρόμους, καθώς λέτε, μεγάλωσε και θέριεψε μέσα σ' αυτούς τους πέντε δρόμους, όχι βέβαια μονάχη της, μα με το αίμα αυτουνών, που τώρα τους βρίζετε κι όλας. ΦΙΝΤΗΣ Δε σε καταλαβαίνω, Σταύρο, μα την αλήθεια, δε σε καταλαβαίνω. ΣΤΑΥΡΟΣ Κι όμως αυτά που λέω είναι τόσο απλά.

Αλήθεια, πες μου, που στηρίζεται η πίστι η δική σας; Ποια λόγια λέτε μαγικά στην προσευχή σας; Δος μου και μένα να διαβάσω τους Ελληνικούς παπύρους. Μακρυά τους βεβήλους. . . Μακρυά τους βεβήλους. . . Στα λόγια σου έχεις κρυμμένο και τον κόπο και τον πόνο και δεν βλέπω με τι τρόπο θα ήταν βολετό το φως της σωτηρίας ν' ατενίσης. Πατημασιές ακούω. Κάποιος θε να μπήκε.

Τώρα που τάγραψα αφτά, κάθουμαι και συλλογιούμαι· «Λέτε να πειραχτήΚαι τι να πειραχτή; Δε με ξέρει; Για να γελάσω μια στιγμή, τι δε γράφω; Γράφω όμως δίχως κακία. Το κάτω κάτω, πώς να θυμώση, αφού κι άγαλμα θέλω να του κάμω; Ωραία ταγάλματα κ' η τέχνη ωραία. Σαν την ωραιότητα της φύσης τίποτε όμως δεν είναι. Κ' η τέχνη, για ναξίζη, τη φύση πρώτα πρέπει να μιμηθή.

Την ηύρε μοναχή και της είπε: «Βασίλισσα, ο Τριστάνος είναι εδώ. Τον είδα στον παραμελημένο δρόμο πώρχεται από το Τινταγκέλ. Τρεις φορές τον κάλεσα να σταθή, ξορκίζοντάς τον στ' όνομα της Ιζόλδης της Ξανθής. Μα τον είχε πιάσει φόβος, και δεν τόλμησε να με περιμένη. — Ψέμματα και τρέλλες λέτε, ωραίε άρχοντα.

ΝΙΚΟΣΤι λέτε, κύριε Φλέρη; Τη δεσποινίδα; Οι ξαδέρφες μου τη θεωρούν για την καλύτερή τους φιλενάδα, δεν τη ξεχωρίζουν από αδερφή. Όμως η δεσποινίςΠρος τη Δώραμου επιτρέπετε να διαβιβάσω παράπονα, δεσποινίς; — είναι τόσο ακατάδεχτη και μας κάνει τόσο σπανίως την ευχαρίστηση . . . ΦΛΕΡΗΣΑκατάδεχτη! Ανόητη θέλετε να πήτε.

Για να πω την αλήθεια, εγώ δεν ήθελα, επειδή το παλικάρι, ο ανιψιός της εξοχότητάς σας, της το απαγόρεψε και αν το μάθει θα παρεξηγηθεί∙ η Γκριζέντα μου όμως κάνει πάντα του κεφαλιού της.» «Τι, σας έγραψε ο Τζατσίντο;» «Σε ποιόν να γράψει; Δεν έγραψε ποτέ. Δεν ξέρουμε τίποτε γι’ αυτόν, αλλά σίγουρα πρέπει να γυρίσει γιατί το έταξε.» «Βέβαια, και οι νεκροί γυρίζουν, όπως λέτε κι εσείς

Εκείνος σήκωσε πράγματι το βλέμμα επάνω της, χτύπησε με τα χέρια τα γόνατά του και είπε: «Λοιπόν, πότε λέτε να τη σπάσουμε αυτή την αλυσίδα;» «Από εσένα εξαρτάται, Πρέντου, ν’ αποφασίσεις

Θυμόσαστε ακόμη την ημέρα που σας έδωκα το Χουσδάν, το καλό μου το σκυλλί; 'Α! αυτός μ' αγάπησε πάντοτε, και προς χάρι μου θα την άφηνε την Ιζόλδη την Ξανθή. Πού είναι; Τι τον κάματε; Αυτός τουλάχιστον θα με ανεγνώριζε. — Θα σας ανεγνώριζε; Λέτε μια τρέλλα.

«Άιντε, μωρ' πλιάκ' ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ! Και πέρασαν ένας ένας και φίλησαν αραδαριά το Γεροκαλαμένιο 'ςτ' ασπρόμαλλο κεφάλι, λέγοντάς του μ' εγκαρδιακό πόνο και με τρυφερό καϋμό, που τον έδειχναν ολοφάνερα τα βουρκωμένα μάτια κ' η χαρούμενη μορφή τους: — Γιέμε βλέζερ, μωρέ πλιακ, λέτε γιέμε νγκα ντου μπέσ', — ε λένε θόνε τσε ντούαν γκόλιλιτε βρομέψουρα τα χασ μεβέ.

Και γιατί είναι προσωρινό; Γιατί δεν μπορεί να ζήσει τόσο μικρό που είναι, αν δεν αφεθεί ήσυχο από τους Έλληνες που ζουν έξω από τα σύνορά του. Και οι Έλληνες αυτοί δε θα το αφήσουν ήσυχο. Λέτε να είναι τόσο κακοί πατριώτες; Όχι, μα νοιώθουν πως πρέπει εκεί να κολλήσουν κι αυτοί, με τα αμπελοχώραφά τους, τα χωριά τους, τις πολιτείες, τα δάση, και τις βοσκές που ορίζουν. Δεν παν στο διάολο!