United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ξεφωνίζει, κάτου ορμάει, και τρέχει να σηκώσει την κοσμοξάκουστη φρουρά μπροστά στο τειχοπόρτι 530 «Βαστάτε το πορτί ανοιχτό ως που ο πανικωμένος λαός να φτάσει ως στο καστρί, τι τήρα! ο Αχιλέας να! εκεί τους κυνηγά . . . Ω φωτιά που θα μας κάψει τώρα!

Ω! ποίον άλλο κράτος έχει αυτή την χάρι Να κρύβη εις την γη του ακένωτο πιθάρι Από λαμπρό διαμάντι, χρυσάφι και ασήμι; . . . Εμείς, νομίζω, μόνον έχομ' αυτή την φήμη, Και όποιος έχει κρίσι, Μ' εμέ θα συμφωνήση. ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ Κ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ. έξω από την πόρτα του Συνεδρίου. Τίκι, τακ, ανοίξετε μου, προσφιλείς μου διπλωμάται, Και απ' έξω απ' την πόρτα μη αδίκως με βαστάτε.

Παίξε, αργαλειέ μου, βρόντησε, ... πέτα χρυσή σαΐτα, 'Τρίξτε καϋμένα χτένια μου, βαστάτε τον ηχό μου, Να βγουν τα υφάδια γλήγορα, να ράψω τα προικιά μου, Γιατ' ο καλός μου βιάζεται, βιάζεται να με πάρη. Ένα παλάτι αδιάβατο κλειστό και ρημαγμένο Πανώρηο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο. Δέρν' η θολούρα, η χειμωνιά το έρμο το παλάτι, Κι' ουδέ μιλάει το μάρμαρο, ουδέ κι' ανοίγει μάτι.

Και βάζει για το δέφτερο βόδι παχύ μεγάλο, 750 και για τον τρίτο ενάμισυ μαλαματιού κομάτι. Και στάθηκε όρθιος κι' έκραζε στων Αχαιών τη μέση «Ελάτε τώρα τρέξιμο, κι' ομπρός όσοι βαστάτεΕίπε, κι' εφτύς σηκώθηκε ο γοργοπόδης Αίας, γιος τ' Οϊλιά, σηκώθηκε κι ο γνωστικός Δυσσέας, 755 κατόπι κι' ο Αντίλοχος, του γέρου ο γιος Νεστόρου, γιατί όλους πάλε αφτός τους νιους στο τρέξιμο νικούσε.

Είπε, κι' εκείνος έστρεξε, ο γιγαντένιος Αίας, και λέει του συνονόματου διο φτερωμένα λόγια 365 «Αδρέφι, οι διο σας τώρα, εσύ κι' ο άξιος Λυκομήδης, βαστάτε εδώ και δίνενε καρδιά στα παλικάρια να πολεμούν μ' απόφαση, κι' εγώ θα τρέξω πέρα ναν τους βοηθήσω στη σφαγή· μα πάλι θα γυρίσω γλήγορος σαν τους σώσω πριν και φόβο πια δεν έχει

Κι' ίσως το τσάκωμα πιο ομπρός θα προχωρούσε ακόμα, 490 μα τότε του Πηλέα ο γιος σηκώθηκε κι' έτσι είπε «Μην πια θυμούς, αφίστε τες τις προσβολές κι' οι διο σας, Αία και Δομενιά! Ντροπής π' ακούν τα παλικάρια. Κι' αν άλλος τέτια αν κάνει, εσείς ναν τον βαστάτε πρέπει. Μα τώρα κάτσετε ήσυχοι.

Όχι νάρχεστε του λόγου σας, με τα μισά σας τα μυαλά, να μας μιλήτε για μισή γλώσσα, να προφασίζεστε μάλιστα ποίηση, να προφασίζεστε τρελλή, αχαλίνωτη, ακράτητη φαντασία, εμάς να το λέτε, εμάς να μας το μάθετε, ποίηση και φαντασία τι θα πη, και να φωνάζετε πως βαστάτε την Ομορφιά, βαστώντας κουρελλιασμένη κούκλα στο χέρι. Αηδία.

Στη γλυκεία φωνή που ακούω να σπαρταρά, Χριστέ μου, κάνε με σκληρός να μείνω, αλόγιστος σαν το κοντάρι εκείνο, που σ' άνοιξε τη θεϊκή σου την πλευρά. Η ΜΑΝΝΑ. Δήτε τον. Όλο και τον ουρανό κυττάζει. Στα σωθικά μου η λαλιά του λες μολύβι αναμμένο στάζει. Πήτε μου, είπε τίποτε; Μαννάδες, βαστάτε με και μώρχονται ζαλάδες. Ο κόσμος γύρω μου σαν να χαλνά. ΜΑΝΝΑ. Για μια γυναίκα φαίνεται μιλά.