United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ο γιος του Τελαμώνα ορμάει στους Τρώες και σκοτώνει το φημισμένο Δόρυκλο, γιο του Πριάμου νόθο, 490 έπειτα και τον Πάντοκο και Λύσαντρο καρφώνει, καρφώνει και τον Πύρασο και το γοργό Πυλάρτη.

Ωστόσο εκείνος κάθουνταν στα πλοία χολιασμένος ο γιος ο φτερουγόποδος του ξακουστού Πηλέα, δίχως σε προεστών βουλή ποτές του να ζυγώνει, 490 δίχως να πάει σε πόλεμο, μον τούλιωναν τα σπλάχνα πούμενε αφτού, και τις σφαγές ποθούσε και τις μάχες.

Τούτα θα πράξω, γέροντα, όπως εσύ προστάζεις. 485 αλλά ζητώ σε να μου ειπής μ' αλήθεια τούτο, αν όλοι άβλαπτοι με τα πλοία τους οι Αχαιοί γυρίσαν, όσους εγώ και ο Νέστορας αφήσαμε εις την Τροία, ή αν κακότην θάλασσα κανείς έλαβε τέλος, ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις ποθηταίς αγκάλαις. 490

Λάθος δεν κάνεις, ξάστερη του Δία 'ναι η βοήθια, 490 και σ' όσους θέλει την τιμή της νίκης να χαρίσει κι' όσους αφίνει αβοηθήτους δίχως καρδιά και θάρρος, σαν όπως τώρα εμάς βοηθάει και τους οχτρούς δειλιάζει. Μον πολεμάτε αχώριστοι εδώ μπροστά στα πλοία! Κι' όπιος νεκρός από σπαθί για από κοντάρι πέσει, 495 ας πέσει!

Στον καταπιόνα του λαιμού τον βάρεσεν η πέτρα, 485 Και της ζωής του εχάλασε σε μια στιμή τα μέτρα. Βουβός, ταμπηχτοκέφαλα, και καταματομένος, Χωρίς ανάσα και πνοή διπλώθηκε σφασμένος. Αυτός ο θάνατος με μιας τους Ποντικούς μουδιάζει, Κι' από την πρώτη τους ορμή ν' αποκοπούν τους βιάζει· 490 Κι' οι Μπακακάδες θάρρεψαν και χαμοξανασαίνουν, Και με καινούργιαις δύναμες τη μάχη πάλι σταίνουν.

Η Ευρύκλεια του απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· 485 «Παιδί μου, ο λόγος σου είν' ορθός και λάθος δεν ευρίσκω· αλλ' άφες να σου φέρω εγώ χιτώνα και χλαμύδα· θα 'χες κατάκρισιν πολλήν οι ώμοι σου οι γενναίοι κείνα τα ράκη να φορούντα μέγαρα σου ακόμη». Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 490 «Από το πυρ πρώτα έχω εγώτα μέγαρά μου χρεία».

Και από ‘να μονοπάτι, Που γνωρίζει αυτή μονάτη, Τα μεσάνυχτα απογάλι Στα λιβάδια φτάνουν πάλι. 490 Τ' αλογόπλο εκεί κοντά του Να ιδή ανεπάντεχά του Λίγο χόρτο, δεν κρατιέται, 'Σ ταύτο απάνω ευτύς πετιέται· Ω, τι σπάνια, λέει, γλυκάδα, 495 Χλωρασιά και τρυφεράδα, Πώχει τούτη για η χλόη! Και με όρεξι την τρώει·

Ειδέ τα πλήθη εγώ να πω και ναν τα νοματίσω, κι' αν είχα δέκα στόματα και γλώσσες δε μπορούσα, κι' αν άσπαστη είχα τη λαλιά και σίδερο τα στήθια. 490 Όμως θα πω τους αρχηγούς και χώρια κάθε αρμάδα.

Τήρα μην πέστε στων οχτρών τα χέρια, σαν πιασμένοι σε λινοβρόχι αδιάβατο, και στο σακκί σας βάλουν· γλήγορα τότε η πλούσια σας θα σβύσει πολιτεία. Μα πρέπει μέρα νύχτα αφτά στο νου σου εσύ ναν τάχεις, 490 και να θερμοπερικαλείς τους πρώτους των βοηθώνε πιστοί να μείνουν, τη βαριά φοβέρα παραιτώντας

Τότε ο γιος του βασιλιά Πριάμου, ο Άντιφος, μες στο σωρό του ρήχνει το κοντάρι, 490 μα δεν τον βρήκε, μον βαράει το Λέφκο, του Δυσσέα ένα συντρόφι, στ' αχαμνά, καθώς τραβούσε εκείθες του Σιμοήσου το κορμί. Έτσι απάς στο κουφάρι έπεσε εκείνος, κι' ο νεκρός του γλίστρησε απ' τα χέρια.