United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθισε τώρα, λέει ο Δημήτρης. Όπου και να είναι θα περάση ο Πανάγος. Την ξέρεις την ώρα του σαν έχη μάζωμα. Ξεκινάει αυτός πριν τους δουλευτάδες του. Να, από κειδά θα περάση. Μια του παίζεις, και γλύτωσε η τιμή μας. — Δημήτρη! ξεφωνίζει περίτρομος ο Μιχάλης. Έπειτα, κάπως παραπονιάρικα και με παρακάλιοΈλα στο νου σου, αδερφούλη μου, ξαναλέει.

Καλέ αφήστε τη να ελπίζη και να προσμένη, γιατί όχι; Μήπως τάχα δεν την άκουσε τότες ο Θεός τη φωνή της; Γιατί τάχα να μην είνε η Καλλίτσα, αφού μάλιστα είνε και Κρητικιά η γυναίκα του φίλου μου; — Νά το! Δε σου τόλεγα τόσα χρόνια; ξεφωνίζει αφίνοντας τον καφέ της χάμου η Κερά Φωτεινή. Η Καλλίτσα, η Καλλίτσα μου έρχεται! αναπετιέται και ξαναφωνάζει σαν τρελλαμένη.

Οι Τούρκοι! ξεφωνίζει ο Φώτης. Μετά το Μανώλη, κι άλλοι με τα ίδια τα μαντάτα, ύστερ' άλλοι, ώσπου γέμισε το Καπελιό δουλευτάδες, αφεντάδες, γέρους, παιδιάως και γυναίκες και κορίτσια κατέβηκαν. Βούηζε πάλε σε μισή στιγμή το χωριό. Στερνοί στερνοί κατεβήκανε κι ο Μιχάλης με το Δημήτρη. — Ξέρει ο Γιάνης; ρωτάει ο Δημήτρης τον άνθρωπό του. Τρέξε να του τα πης.

Ο Έλλην δεν έχει δυστυχώς ούτε το ους μουσικόν ούτε την φωνήν μουσικήν. Πλην δε σπανίων εξαιρέσεων ξεφωνίζει μεν συνήθως άδων, παραφωνεί δε ως επί το πλείστον ως ραγισμένος οξύαυλος.

Τι λέει, τι λέει; ξεφωνίζει άξαφνα η γριά. Παίρνω κομμάτι χαρτί και μολυβοκόντυλο, τους λέγω να συχάσουν, κι αρχίζω και σημειώνω· «.... Μωρέ Γιάνη, πάμε, να βρούμε φωλιές; ξεπετάκια κοτσύφια να πιάσουμε, στο κλουβί να τα βάλουμε; τάκουσες πώς κελαϊδούνε στου Μπάρμπα Λεφτέρη; Εκεί, εκεί απάνω κατά τις σκάλες, μέσα στα κατάπηχτα τα κλωνιά.

Και στερνά στερνά η βραδινή, η τρομερή η βραδινή κάτω στο καπελιό, όλο το χωριό να τους κοιτάζη και να μουρμουρίζη, και κεινού να πέφτη το πρόσωπό του από ντροπή, κ' ύστερα να ξανανεβαίνουνε στης Μιχάλαινας και να ξαναρχίζουν το γλέντι αντίς να μοιρολογάνε, που πάει και πάει η τιμή τους. . .Αχ! ξεφωνίζει μια, απάνω στο φριχτό αυτό στοχασμό, και συνεφέρνει με το βουητό του αναστεναγμού του.

Και ξεφωνίζει, κάτου ορμάει, και τρέχει να σηκώσει την κοσμοξάκουστη φρουρά μπροστά στο τειχοπόρτι 530 «Βαστάτε το πορτί ανοιχτό ως που ο πανικωμένος λαός να φτάσει ως στο καστρί, τι τήρα! ο Αχιλέας να! εκεί τους κυνηγά . . . Ω φωτιά που θα μας κάψει τώρα!

Η πατρίδα τον Βιζυηνού, καθώς και αλλού το παρατήρησα, δεν είναι η τετράπλατη Ελληνική Πολιτεία του Ρήγα, δεν είναι του Σολωμού η «Μητέρα μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα». Είναι η σκλάβα η μητέρα, η δόλια η ρωμιωσύνη, του ραγιά η γεννήτρα. Το πατριωτικό τραγούδι τον Βιζυηνού δεν πινδαρίζει, δε ρωμαντίζει. Ξεφωνίζει και ξεσπά, και σκίζει τα ρούχα του, καθώς λέμε, και ρίχνει ανάθεμα.