United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ενώ έλεγε και ξανάλεγε όλα αυτά τα ξωλαλήματα, τα παιδιά της, γυιοί της, θυγατέρες της, νυφάδες της, γαμπροί της κι' αγγόνια της, κάθονταν ολόγυρα στο στρώμα της και περίμεναν με βουρκωμένα μάτια το τέλος της.

Κι’ η Κόρη, ξέροντας καλά το μαύρο ριζικό της, Δεν έβγαιν’ έξω κάμποτε, μόν’ κάθονταν κλεισμένη Και γύρευε άντρα ανεύρισκον σ’ Ανατολή και Δύση, Που να είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι.

Και κάθε φορά που τέλειωνε ο στίχος, το γέρικο αντρόγυνο έβγαζε κάποιο στέναγμα βαθύ κι ατέλειωτο, λες κι ανάσαινε ο Κάτου κόσμος. — Ωχωχ! ωιμένανε!... Γύρω στη νεκρή κάθονταν οι τρανοί ένας κ' ένας. Ο Χαγάνος με το γιο του· ο Βασίλης ο Ζάρακας, ο Μήτρος ο Γλάμης κι ο Θεομίσητος. Ανάμεσά τους κάθονταν ο Περαχώρας κι ο Γκενεβέζος και πίσω απ' το Δημητράκη, σκυφτός προς την Ελπίδα ο Αλαμάνος.

Με τα ξημερώματα λοιπόν οι Μεθυμνιώτες νιοι εζητούσαν το παλαμάρι· κ' επειδή κανένας δεν ομολογούσε την κλεψιά, αφού οι νιοί κατηγόρησαν τους φιλευτάδες τους, αρμένιζαν γιαλό-γιαλό· κι όταν τράβηξαν τριάντα στάδια, αράζουνε στην εξοχή που κάθονταν η Χλόη κι ο Δάφνης. Επειδή τους φάνηκε πως ο κάμπος ήτανε καλός για να κυνηγήσουνε λαγούς.

Απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη· την Άρτεμιν ή την χρυσήν ωμοίαζε Αφροδίτη· κ' ευθύςτο πλάγι της φωτιάς της θέσαν το θρονί της, 55 'που τορνευτό μ' ελέφαντα και ασήμ' είχε ποιήσει ο τεχνουργός Ικμάλιος, και του 'συρε υποπόδιεκείνο αρμόδιο, και προβειά το σκέπαζε μεγάλη·εκείνο τότε η φρόνιμη καθόνταν Πηνελόπη· ήλθαν από το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, 60 κ' ευθύς σηκόναν τ' άφθονο φαγί και τα τραπέζια και τα ποτήρια, 'πώπιναν οι απόκοτοι μνηστήρες· και απ' τους φανούς κάτ' έρριξαν το πυρ κ' έθεσαν άλλα επάνω τους ξύλα πολλά, να δίδουν φως και ζέστη. τον Οδυσσέ' η Μελανθώ τότε αποπήρε πάλι· 65 «Την νύκτ' ακόμα, ξέν', εδώ θε να μας βασανίζης, 'ς το σπίτι ν' αναστρέφεσαι, ταις κόραις να ματιάζης; 'ς τον δρόμον έβγ', ελεεινέ, και αρκεί σ' ό,τ' έχεις φάγει, ή θα σε βιάσω με δαυλιαίς να πεταχθήςτον δρόμο».

Σαν έχη το νου του σε φιλιά και σ' αγάπες ο Σφακιανός, βόλι πικρό τον προσμένει στον πόλεμο. Μήτ' ένας μας δε σκοτώθηκε στον πόλεμο εκείνο. Κάμποσες φορές τα είχε ακουσμένα αυτά ο Μυλόρδος, κι ως τόσο τάβγαλε πάλι τα χαρτιά του και σημείωσε μερικές αράδες. Οι άλλοι κάθονταν αμίλητοι και διαλογισμένοι.

Κ' έκαμε να σηκωθή, πιάνοντας με το δεξί χέρι της τη μέση και με τ' άλλο ακουμπώντας στο κοτρώνι που κάθονταν. Μα δεν την άφηκα, για ναρθή στα ύπατά της, καλλίτερα.

Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του κάθονταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.

Κι’ η Κόρη κάθονταν κλειστή, πικρή και μαραμένη, Κι’ ως που να βρη το ταίρι της κατά την αρεσιά της, Καθώς αι μαύρες Μοίρες της την είχανε μοιράνει.

Κάτι μεγάλα και κόκκινα τριαντάφυλλα, κάποιες ωχρόδροσες μοσκιές και ρόδα απριλιάτικα, έζωναν τους τίμιους λαγόνες της, σαν ουράνιο τόξο. Κάτω οι μυρτιές και οι βιόλες και παρακάτω τα δαφνόκλαδα ψήλωναν και θέριευαν, λες και βρήκαν εκεί την αληθινή πατρίδα τους. Μα στο χλωμόδροσο πρόσωπό της κάθονταν ανάλαφρα ο πόνος κ' η θλίψη του χωρισμού. Για κείνη όχι· αλλά για κείνους που άφινε.