United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τοιούτος ων, μ' εφάνη ότι ήθελεν είνε λαμπρόν απόκτημα διά το ιπποφορβείον του αδελφού μου. Αφού όμως ωμίλησα επί τέταρτον της ώρας μετά του κυρίου τούτου, επείσθην ότι, αν εχρησιμοποιείτο προς τούτο, υπήρχε κίνδυνος μη γεννηθώσιν ημίονοι εκ των φοράδων».

Ώστε ο νους μου ο περιδεής συνήλθε πλέον τέλεον. Επείσθην ότι ευρισκόμην εν τη ζωή, εν ώρα μάλιστα μεγάλης πανηγύρεως. Αλλ' ο κυρ-Στρατής, εύρων καιρόν, οπού ημείς αφηρέθημεν πλέον εν τη θεία ωδή, εξηκολούθει να πίνη, το έν κατόπιν του άλλου κενών τα ποτήρια. Του άνοιξε και η όρεξις.

Διότι και από μύθους παλαιούς που έχω ακούσει επείσθην και από σημερινά σχεδόν γνωρίζω ότι αμέτρητες χιλιάδες γυναικών υπάρχουν εις τα μέρη του Ευξείνου Πόντου, τας οποίας τας ονομάζουν Σαυρομάτιδας, αι οποίαι όχι μόνον εις των ίππων αλλά και των τόξων και των άλλων όπλων την άσκησιν μετέχουν υποχρεωτικώς εξ ίσου με τους άνδρας. Κάμνω δε από αυτάς τον εξής συλλογισμόν.

Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ο Λιάκος ανήσυχος. Τι έπαθες: — Τι έπαθα; Ό,τι ποτέ δεν επερίμενα! Εζήτησα τον Μητροφάνην να μου δώση την κόρην του και αντί να μου... — Εζήτησες την κόρην του! — Μάλιστα. Τι θαυμάζεις; — Δεν μου έλεγες χθες ότι ποτέ... — Αι, και τι με τούτο; Εσκέφθην την νύκτα και επείσθην ότι πρέπει να νυμφευθώ και ούτε θα εύρω ποτέ καλλιτέραν γυναίκα.

Είνε τετριμμένη αλήθεια ότι τίποτα δεν γηράσκει ταχύτερον σατυρικού φύλλου, και οι λόγοι τούτου είνε τόσον προφανείς, ώστε δεν χρήζουσιν αναπτύξεως. Εν τούτοις διεξελθών εσχάτως ολόκληρον την συλλογήν του «Ασμοδαίου», επείσθην ότι ούτε εγήρασεν ούτε έπαυσε να είνε διά πλείστους αφρούρητος αποθήκη αττικού άλατος.

Επιβλητικόν! Όλον μεγάλας λέξεις μου λέγεις! Τώρα θα μου απαγγείλης και κανένα στίχον του Ομήρου. — Άκουσέ με, επανέλαβεν ο Λιάκος μεταβαλών ύφος. Κ' εγώ κατά πρώτον εθεώρησα το πράγμα καθώς συ. Αλλ' αφού εσκέφθην καλλίτερα, επείσθην ότι η πρώτη μου εντύπωσις δεν ήτο η ορθή.

Όταν έφθασαν εις το υποδειχθέν μέρος, τους κατεσκόπευσα μακρόθεν και επείσθην ότι ο Ευρίκιος δεν ήτο μύθος. «Προς τα κάτω, παρά τον ποταμόν, περί τα πεντήκοντα άτομα εξεφόρτωναν λίθους από μίαν μακράν σχεδίαν. Είδα τον Χίλωνα να πλησιάζη εις αυτούς και να αρχίζη σννδιάλεξιν με ένα γέροντα· ούτος ερρίφθη εις να γόνατά του· οι άλλοι τους περιεκύκλωναν, εκπέμποντες κραυγάς εκπλήξεως.

Τα ψυχρά των χείλη εζητούσαν τα ιδικά μου. Επάθαινα δύσπνοιαν από το βάρος του πλήθους αυτού. Αηδία, την οποίαν καμμία λέξις εδώ κάτω δεν ημπορούσε να χαρακτηρίση, εφούσκωνε το στήθος μου και βαρείες αναθυμιάσεις μου επάγωναν την καρδιά. Ένα λεπτόν ακόμη και επείσθην ότι τα βάσανά μου θα ελάμβανον τέλος. Ησθάνθην σαφώς ότι το σχοινί ήρχισε να ξετεντώνεται.

Εκ τούτων επείσθην ότι οι θέλοντες πράγματι να μοι αφαιρέσωσι την υπόληψιν των Αθηναίων δεν πρέπει να κατηγορώσι τους οδόντας ή την διαγωγήν μου, αλλά την εμπορικήν θέσιν του πατρός μου». «&Ιανουαρίου 15&. Το μόνον πράγμα, όπερ δεν κατώρθωσαν ακόμη να χαλάσωσιν οι πολιτικοί της Ελλάδος, είνε αι ωραίαι χειμεριναί ημέραι. Σήμερον το πρωί μετέβην μετά της μητρός μου εις Πειραιά διά του σιδηροδρόμου.

Ελησμόνησες λοιπόν, αυθέντα, την ιστορίαν του γέροντος, μετά του οποίου ωδοιπόρησα από Νεαπόλεως μέχρι Ρώμης, και των δύο δακτύλων, τους οποίους έχασα υπερασπίζων εκείνον; Οι λησταί, οίτινες τον εκτύπησαν δια μαχαίρας, τον είχον αφήσει εκπνέοντα και τον έκλαυσα επί πολύ, Φευ! επείσθην ότι ζη ακόμη και ότι αποτελεί μέρος της χριστιανικής κοινότητος εν Ρώμη.