United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κοίταξε πώς τα νοστιμεύεται, ως και τα κουτσά τα ρωμαίικα που του σερβίρουνε στα φραγκορομάντσα τους, οι «επιφυλλίδες». Κοίταξε τις εφημερίδες τις ίδιες· που τις διαβάζεις σήμερα και δε σε πιάνει ανέκατος από τις βαρειές τις Ελληνικούρες· μόνο, όπου χρειάζεται δύναμη, ζωή, κίνηση, εκεί δανείζουνται από τη γλώσσα τη δυνατή, τη ζωντανή, την παντοκίνητη.

Ο Τριστάνος προσπάθησε να συγκρατήση το χέρι της: άδικα. Το σώμα του ήταν ακόμη σαν παράλυτο. Το πνεύμα του όμως έμεινε ευκίνητο. Μίλησε λοιπόν με τέχνη: «Έστω, θα πεθάνω. Μα, για να μην έχης βαρειές τύψεις, άκουσε. Βασιληά κόρη, μάθε ότι δεν έχεις μοναχά την εξουσία, αλλά και το δικαίωμα να με σκοτώσης. Ναι, έχεις δικαίωμα απάνω στη ζωή μου αφού δυο φορές μου την έσωσες και μου την απέδωκες.

Το μετάξι καθαυτό είτανε γνωρισμένο, αφού σε πολύ πιο παλιούς καιρούς κατασκευάζανε λαμπρά μεταξωτά και στη Συρία κι αλλού· πολυέξοδο όμως, επειδή έφερναν το υλικό από την Κίνα με μεγάλους κόπους, με βαρειές θυσίες, και μέσον Περσίας. Πλέρωνε δηλαδή η πραμάτεια φοβερούς φόρους, και καμιά φορά σαν είχαμε Περσικούς πολέμους δεν περνούσε κιόλας. Από θάλασσα πάλε η μεταφορά του ακόμη πιο δυσκολώτερη.

Καλή νύχτα! — Και γίνεται άφαντο το παιδί μου. Είδες νύχτα καλή; Βαρειές οι ώρες και κύματα οι λογισμοί. Θα θελήση; δε θα θελήση; Πώς να της το πω; Και μπορώ να της πω τίποτις: Έχω δικαίωμα; Ίσως τρόμαξε κ' έτρεμε η φωνή της. Το φαντάστηκα πως γυναίκα μου θα γίνη. Όχι, δε θα θελήση. Μ' έπιασε φόβος.

Λέω την παλιά την αμαρτία, που ηύρε ταχιά την τιμωρία μα κι ως την τρίτη τη γενιά βαστά· όταν ο Λάιος -πεισματικά του Απόλλωνος, που του είπε τρεις φορές απ’ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικά από βαρειές να σώση συμφορές την πόλη του, πεθαίνοντας δίχως παιδιά

Κάτω στο αμπάρι οι σκλάβοι με τα μεγάλα τους μαλλιά, τα κίτρινα πρόσωπα, τα μεστωμένα μπράτσα, από το βούνευρο μακριά του σκληρού φύλακά τους, εκοιμήθηκαν κ' εκείνοι μέσα στις βαρειές αλυσίδες, απάνω στους πάγκους. Μα ποιος θα ειπή πως εκοιμήθηκαν! Τα τυρανισμένα κορμιά τους ναι· όχι όμως και η ψυχή τους.

Μα εγώ σε στενοχώριες πέφτω σήμερα βαρειές, βλέποντας εικοσαριές να τραβάη το φεγγάρι, γιατ' οι τόκοι δρόμο παίρνουν. — Παιδί! άναφ' το λυχνάρι, φέρε το κατάστιχό μου, να το πάρω να διαβάσω πού χρωστάω, και τους τόκους να τους καλολογαριάσω. Φέρε το λοιπόν εδώ και τα χρέη μου να ιδώ. Αλλοί! κάλλιο να το 'χε πάρη μέσα στο μάτι ένα λιθάρι!

Μανία σκοτωμού κ' αιμάτου δίψα εκυρίευε καθένα που επλησίαζε σ' εκείνη τη σπηλιά, λέγεις και άχνιζε γύρω του Κάη ο αψύς θυμός, είτε την είχεν η Έρις οριστική κατοικία της. Οι ναύτες με τα στυλέτα θρήνο έκαναν· οι σκλάβοι που δεν είχαν στυλέτα, εσήκωναν τις βαρειές αλυσίδες και με την πρώτη άνοιγαν βαθύν τον τάφο του εχθρού τους.

Τα ψυχρά των χείλη εζητούσαν τα ιδικά μου. Επάθαινα δύσπνοιαν από το βάρος του πλήθους αυτού. Αηδία, την οποίαν καμμία λέξις εδώ κάτω δεν ημπορούσε να χαρακτηρίση, εφούσκωνε το στήθος μου και βαρείες αναθυμιάσεις μου επάγωναν την καρδιά. Ένα λεπτόν ακόμη και επείσθην ότι τα βάσανά μου θα ελάμβανον τέλος. Ησθάνθην σαφώς ότι το σχοινί ήρχισε να ξετεντώνεται.

Από τα μάτια μου πέσανε βαρειές στάλες χαράς κ' ενώ έξω στην τραχειά τις στρωνότανε το απριλιάτικο χιόνι, αιστάνθηκα πως άρχισε να μου ξεπαγώνη η καρδιά. Η γυναίκα μου σηκώθηκε από το κρεβάτι, είτανε μαζί μας πάντα και δεν είχε άλλο στοχασμό παρά πώς να μας κάνη ευτυχισμένους και να νοιώθη πως χαιρόμαστε που ξαναήρθε στη ζωή.