United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε με χείλη τρέμοντα και με παρειάς ωχριώσας έκαστος τούτων ηρώτα το ταπεινόν ερώτημα, «Κύριε, μήτι εγώ ειμι;» Ο Ιησούς έμενε σιωπηλός, όπως, και τότε ακόμη εάν ήτο δυνατόν, να λάβη καιρόν ο Ιούδας να μετανοήση. Αλλ' ο Πέτρος δεν ηδύνατο να περιστείλη την λύπην και την ανυπομονησίαν του. Άπληστος να μάθη και να προλάβη την προδοσίαν, ένευσε προς τον Ιωάννην να ερωτήση τις ήτο.

Και ήσαν εκεί παραφυλάττοντα και δύο μικρά εγγονάκια της, τρέμοντα εκ του ψύχους με κρεμασμένας αγκυλωτάς τας δύο χείρας των, μελανιασμένας υπό του βορρά, με τους δακτύλους εσχηματισμένους, ως πράγκες, το αλιευτικόν εκείνο όργανον, δι ου συλλαμβάνουσι τους εχίνους.

Οι άνθρωποι εκείνοι απηυδηκότες ήδη και όλοι μεμωλωπισμένοι, δεν είχον όρεξιν να εξακολουθήσωσι την πάλην και αφορμήν εζήτουν όπως ειρηνεύσωσι. — Τι τρέχει εδώ; ηρώτησεν αυστηρώς ο αρχηγός των στρατιωτών. Διατί μαλόνετε; Τι θέλει εδώ αυτή η νέα; Ουδείς απήντησε. — Σε, λέγω, Πρωτόγυφτε, είπεν ο αρχηγός, στραφείς προς τον τρέμοντα Γύφτον. Συ τα πταίεις όλα.

Ότε επί τέλους ανέβημεν εις τα περικλείοντα τον Κάμπον υψώματα και είδα μακρόθεν την πόλιν, εις δε τας υπωρείας των άντικρυ βουνών επροσπάθησα ν' ανιχνεύσω το σημείον όπου έκειτο ο Πύργος μας, ησθάνθην την καρδίαν μου συστελλομένην εντός του στήθους και τα γόνατά μου τρέμοντα.

Αλλά το παράδοξον ον με τον πόδα ανέτρεψε το φανάριον το οποίον έσβυσεν ευθύς, και με τας δύο χείρας συνέλαβεν από τους βραχίονας τα δύο τρέμοντα παιδία. —Ποιος είνε κάσσα, βρε; Τα δύο παιδία ήσπαιρον και εδοκίμαζαν να φύγουν. —Μη φοβάστε, δε σας τρώω. Δόστε μου τους παράδες σας, για να μη μαλλώσετε και σκοτωθήτε. Καλά που βρέθηκα εδώ και σας γλύτωσα.