United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν μεταβληθή εις τρικυμίαν την νύκτα, ίσως οι πάσσαλοι επί τέλους συντριβώσιν. Ίσως! Χθες προς το λυκαυγές μία λευκή περιστερά ήλθε κ' εκάθισεν επί των κιγκλίδων του εξώστου άνωθεν της κεφαλής μου, πάλλουσα τας πτέρυγάς της. Εντός του διαλυομένου σκότους, προτού ανατείλη ο ήλιος, την είδα προσηλούσαν εις τους οφθαλμούς μου τους λάμποντας οφθαλμούς της. Το βλέμμα της εξέφραζε θλίψιν άφατον.

Ίσως ήτο το λυκαυγές της πρωίας, διότι η νυξ επλησίαζεν εις το τέρμα της, ήτο Ιούλιος μην. Αλλ' ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να κρατήση κραυγήν απελπισίας και λύσσης, διότι εσκέφθη ότι ήτο η λάμψις της πυρκαϊάς.

Όστις δε φρονεί ότι η μετάνοια είνε «η νεωτέρα αδελφή της αθωότητος», και ότι δι' όλους τους αμαρτήσαντας είνε αύτη ο σκοπός και το έργον της ζωής, δεν θα εκπλαγή ότι το πρώτον κήρυγμα του Ιησού, ως του Ιωάννου, υπήρξε. «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών». Ο αστήρ του Ιωάννου, όστις έλαμψεν εις το λυκαυγές της Ευαγγελικής αναγεννήσεως, ήρχισε ν' αμαυρούται ήδη.

Τοιούτοι ήσαν οι κορυφαίοι των Αποστόλων, τους οποίους ο Χριστός συνήσωσε περί εαυτόν ότε εκάθισεν επί της πρασίνης κορυφής του όρους Κουρν Χαττίν. Δυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι εις μίαν των δύο κορυφών τούτων διήλθε την νύκτα εν προσευχή, κ' εκεί τον εύρον οι μαθηταί Του περί το λυκαυγές.

Κανείς δεν γηράσκει εις την νήσον των Μακάρων, αλλά μένει έκαστος εις την ηλικίαν την οποίαν έχει όταν έρχεται. Αλλ' ούτε νυκτώνει εκεί, ούτε η ημέρα είνε πολύ φωτεινή. Το επικρατούν φως είνε όπως το λυκαυγές, το μεταξύ της αυγής και της ανατολής του ηλίου. Μίαν δε μόνην ώραν του έτους γνωρίζουν• έχουν παντοτεινήν άνοιξιν και ο μόνος άνεμος όστις πνέει είνε ο ζέφυρος.

Ο Πλήθων εκάθισεν επί σκοπιάς τινος, οπόθεν η οδός ήτο ορατή επί τινα στάδια, και έβλεπε μήπως εφαίνετο μακρόθεν ο Θευδάς επιστρέφων. Ο δε Πρωτόγυφτος, άπαξ μόνον ανεφανίσθη μετά την συνδιάλεξιν του Πλήθωνος και της Αϊμάς. Ήτο περί το λυκαυγές.

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ «Λυκαυγές είναι η νεότης. »Και ο Έρως την χρυσώνη. »Αλλ' εξαίφνης 'ξημερώνει »Και ο άνθρωπος δεν ζη.» Γ. ΠΑΡΑΣΧΟΣ Νυξ είναι. Βρέχει. Παγερός Βορράς μυκάται πέραν. Μελάγχολος υπέρ ποτε, Μολύβδου βαρυτέραν, Εστήριξα την κεφαλήν Εις χείρα νωχελή. Τον ασθενή μου κάλαμον Εις την μεμβράνην πάλλω, Και αναμνήσεις παιδικάς Προτίθεμαι να ψάλω. Κελάδησον τα έπη μου, Ω Μούσα! ευμελή. Αλλοίμονον!

Ήτο ο πρώτος κατ' Αυτού περίγελως, ο χλευασμός Του ως Χριστού· ήτο ο Κριτής υπό κρίσιν, ο Άγιος ως κακούργος, δεσμώτης ο Ελευθερωτής. Τέλος αι άθλιαι ώραι παρήλθον, και το λυκαυγές ωχρίασε, και η πρωία ανέτειλε επί της αξιομνημονεύτου εκείνης ημέρας.

Αλλά μίαν πρωίαν την διέκρινα εις τον κήπον, την είδον να λούεται εις μικράν δεξαμενήν, υπό τα δένδρα. Εσκέφθην ότι ο ανατέλλων ήλιος θα την διέλυεν έμπροσθέν μου όπως διαλύεται το λυκαυγές. Και σου το ορκίζομαι εις τον αφρόν, οπόθεν εγεννήθη η Αφροδίτη, ότι αι ακτίνες της αυγής έπαιζαν ανάμεσα εις το σώμα της. Την είδον πάλιν δύο φοράς, και από τότε δεν γνωρίζω πλέον την ησυχίαν.

Όταν εξήλθομεν από την λειτουργίαν, περί το λυκαυγές, ο Γούμενος μειδιών, μας προσέφερεν επί της πεζούλας έξω του ναού, όπου εκαθήσαμεν, ροδάκινα και ρακί, ευλογίαν του Μοναστηρίου.